ΑΠΟΨΕΙΣ - 10/11/2023 - 4:30 μμ
Το μεσανατολικό ενόψει επικίνδυνου αδιεξόδου

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
Το νέο πολεμικό επεισόδιο της ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης, που κρατάει αισίως οκτώ δεκαετίες, τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά πλήρους αδιεξόδου (dead-end) σε πολλαπλά επίπεδα: στο στρατιωτικό, πολιτικό, διπλωματικό και ηθικό επίπεδο
Το στρατιωτικό δίλημμα
Ο κίνδυνος του αδιέξοδου εντοπίζεται πρώτα και κύρια στο στρατιωτικό επίπεδο, καθώς είναι ήδη σε εξέλιξη οι επιχειρήσεις των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων στην Γάζα. Οι επιχειρήσεις καθυστέρησαν αρχικά για πολλούς λόγους, με κυριότερο εκείνο της διαφωνίας πολιτικών και στρατιωτικών γύρω από την ενδεδειγμένη στρατηγική που έπρεπε να ακολουθηθεί. Είναι προφανές ότι οι παράμετροι που έπρεπε να ληφθούν υπόψη ήταν και είναι πολλές και σύνθετες. Η Γάζα είναι από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του κόσμου, με πάνω από δύο εκατομμύρια κατοίκους που ζουν σε έναν αδόμητο αστικό ιστό με στενούς και λαβυρινθώδεις δρόμους, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να μετατραπεί σε κόλαση για τον Ισραηλινό στρατιώτη και αντίστοιχα σε παράδεισο για τον τρομοκράτη της Χαμάς.
Ταυτόχρονα, κάτω από τις αστικές περιοχές της Λωρίδας υπάρχουν άλλες υπόγειες “πόλεις” στοών εκατοντάδων χιλιομέτρων που έχουν φτιαχτεί σιγά-σιγά όλα αυτά τα χρόνια από την τρομοκρατική αυτή οργάνωση προκειμένου να χρησιμοποιούνται για τα χτυπήματά της. Σε κάθε περίπτωση, ένα τέτοιο θέατρο του πολέμου είναι σαφώς ευνοϊκότερο για τον αμυνόμενο και ξεκάθαρα εχθρικό για τον επιτιθέμενο, πόσο μάλλον όταν ο πρώτος δεν έχει κανένα ηθικό πρόβλημα να χρησιμοποιήσει ως ασπίδα του αμάχους και ως ορμητήρια, νοσοκομεία και ασθενοφόρα. Ακόμη χειρότερα, όταν είναι έτοιμος για λόγους προπαγανδιστικούς να χτυπήσει ο ίδιος τέτοιους στόχους δολοφονώντας τον ίδιο τον λαό του, επιδιώκοντας έτσι να πλήξει την φήμη του αντιπάλου, όπως είδαμε και στην περίπτωση του χτυπήματος με ρουκέτα ενός νοσκομείου της Γάζας για το οποίο κατηγορήθηκε αμέσως το Ισραήλ, πριν αποδειχτεί λίγο αργότερα ότι δεν ήταν εκείνο υπεύθυνο.
Ο ισραηλινός στρατός έχει προσπαθήσει να υπερβεί, όλες αυτές τις εβδομάδες, τούτο το εμπόδιο με αεροπορικά και άλλα εντοπισμένα χτυπήματα στοχεύοντας τις κεφαλές της Χαμάς και γενικώς την υποδομή της. Ακολούθως, ξεκίνησαν και είναι ήδη σε εξέλιξη και οι επιχειρήσεις του στρατού ξηράς. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα που τίθεται μένει για την ώρα αναπάντητο: ποιος είναι ο στρατηγικός στόχος των επιχειρήσεων αυτών και πότε θα τελειώσουν; Η κυβέρνηση του Ισραήλ δηλώνει αυτή τη στιγμή ότι ο ισραηλινός στρατός μπήκε στη Λωρίδα της Γάζας για να μείνει (προφανώς ως στρατός κατοχής), και ότι δεν πρόκειται να αποχωρήσει μετά το πέρας των επιχειρήσεων. Για πόσο όμως και με τι σκοπό; Ο φόβος τους είναι φυσικά ότι μια ενδεχόμενη αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων αμέσως μετά, θα οδηγούσε αναπότρεπτα στην επιστροφή των τρομοκρατών στην Γάζα, οι οποίοι δηλώνουν, έτσι κι αλλιώς, με κάθε τρόπο αποφασισμένοι να συνεχίσουν την αιματηρή τζιχάντ τους κατά των “εβραίων” μέχρι την πλήρη εξόντωσή τους.
Το πολιτικό δίλημμα
Αν ωστόσο παραμείνουν εκεί για καιρό τα ισραηλινά στρατεύματα, αυτό σημαίνει ότι επιτείνεται και το πολιτικό αδιέξοδο. Σημαίνει με άλλα λόγια ότι η λύση που έχει πέσει στο τραπέζι των διεθνών διαπραγματεύσεων εδώ και σχεδόν 30 χρόνια περί της συνύπαρξης δύο κρατών στην περιοχή, ενός παλαιστινιακού κι ενός ισραηλινού, παραπέμπεται και πάλι σε ένα άγνωστο μέλλον, αν δεν ακυρώνεται για πάντα. Μια από τις επιτυχίες της Χαμάς άλλωστε που δεν επιθυμεί καμία παρόμοια λύση αλλά μένει προσηλωμένη στην αρχική επιδίωξη των Αράβων το 1948, δηλαδή την πλήρη εξαφάνιση του κράτους του Ισραήλ από τον χάρτη, ήταν αυτή: ότι αποδυνάμωσε κάθε διπλωματία και κάθε συναινετική πολιτική στο εσωτερικό του αραβικού κόσμου, ενισχύοντας τους φανατικούς όλων των πλευρών.
Και από αυτήν την άποψη, τούτη τη στιγμή τουλάχιστον, ο μεγάλος κερδισμένος είναι δυστυχώς η ισλαμική τζιχάντ που θα μπορούσε να πει κανείς ότι έστειλε την συζήτηση για το παλαιστινιακό μισό αιώνα πίσω, στο τρομοκρατικό χτύπημα του “Μαύρου Σεπτέμβρη” εναντίον των Ισραηλινών αθλητών, στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972. Τότε, επί πρωθυπουργίας Γκόλντα Μέιρ, το Ισραήλ και η Μοσάντ είχαν απαντήσει σκοτώνοντας έναν-έναν τους εγκέφαλους του χτυπήματος, σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής αλλά η σύγκρουση δεν είχε γενικευθεί. Στην τωρινή περίπτωση όμως που τα αθώα θύματα υπήρξαν τόσα πολλά, το Ισραήλ δεν είχε ομολογουμένως άλλες επιλογές από την γενίκευση του πολέμου, όταν μάλιστα το αίτημα της απελευθέρωσης των ομήρων είναι παλαϊκό στην χώρα. Η επιλογή θα ήταν μάλλον παρόμοια ακόμη και με άλλον πρωθυπουργό στην θέση του Νετανιάχου.
Το διπλωματικό δίλημμα
Το ηθικό δίλημμα
Από αυτή την αρρωστημένη κατάσταση είναι που προκύπτει το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει όλες οι πλευρές. Το δημοκρατικό κράτος του Ισραήλ δέχτηκε μια απρόκλητη τρομοκρατική επίθεση εναντίον κυρίως αθώων αμάχων και όχι στρατιωτικών στόχων. Το γνωρίζουμε, ωστόσο, ήδη μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ότι με αφορμή τέτοιες “τυφλές” επιθέσεις, οι δημοκρατίες μας έρχονται αντιμέτωπες με τεράστια και δυσεπίλυτα διλήμματα καθώς η θεμελιώδης ανάγκη της ασφάλειας της ζωής των πολιτών που είναι το υπέρτατο αγαθό, αντιπαρατίθεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς το σεβασμό των οποίων μια δημοκρατία χάνει την ηθική της νομιμοποίηση.
Πως ξεπερνιέται ένα τέτοιο δίλημμα, και μάλιστα εν ώρα πολέμου; Ασφαλώς, ακόμη κι ένας πόλεμος διέπεται από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου αλλά τι γίνεται όταν απέναντί σου δεν έχεις ένα κράτος κι έναν οργανωμένο στρατό αλλά φανατικούς τρομοκράτες που δεν περιορίζονται από κανένα δίκαιο, πλην του “δίκαιου” της ολοκληρωτικής εξόντωσης του “αλλόπιστου” με κάθε μέσο και με πλήρη αδιαφορία για το αν αυτός είναι ένοπλος ή άοπλος, ενήλικας ή παιδί, άντρας ή γυναίκα, νέος ή γέρος -αρκεί που είναι “άπιστος”; Από την άλλη πάλι, η αντικειμενική δυσκολία του Ισραήλ να επιλύσει το πρόβλημα μιας στρατιωτικής επιχείρησης σε αστικές περιοχές που δεν θα έχει θύματα αμάχων -οι οποίοι είτε δεν θέλουν να φύγουν από εκεί, παρά τις διαρκείς εκκλήσεις των Ισραηλινών, είτε κρατιούνται “όμηροι” εν είδει ασπίδας προστασίας από την Χαμάς- διογκώνει τα αντι-ισραηλινά αισθήματα στην Δύση και ξυπνάει ξανά το τέρας του αντισημιτισμού τον οποίο φαίνεται ότι ποτέ δεν ξεπεράσαμε παρά το Άουσβιτς. Και όσο οι νεώτερες γενιές, ιδίως, θα απομακρύνονται χρονικά από το πρωτοφανές αυτό μαζικό έγκλημα κατά των εβραϊκών πληθυσμών της Ευρώπης τη δεκαετία του 1940, τόσο θα υπάρχει κίνδυνος ο αντισημιτισμός να αναβιώσει δριμύτερος.
Πόλεμος που να οδηγεί σε μια ασφαλή ειρήνη
Πως μπορεί άραγε να αρθεί ένα αδιέξοδο με τόσες πολλές και φρκτές όψεις; Όποιος πιστεύει ότι υπάρχει λύση που να αφήσει τους πάντες ευχαριστημένους, αυταπατάται ή παίζει ύποπτα παιχνίδια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όση οργή κι αν έχουν οι Παλαιστίνιοι για τα τόσα χρόνια που ζουν ανέστιοι από δικό τους κράτος, το δίκαιο δεν μπορεί να είναι με κανέναν τρόπο στην Χαμάς και τους δολοφόνους εξτρεμιστές. Από την άλλη, το Ισραήλ δέχεται, ναι μεν, μια υπαρξιακού τύπου επίθεση από τους αντιπάλους του, με σκοπό την πλήρη εξαφάνισή του, αλλά αν ο στόχος είναι μια ασφαλής ειρήνη και όχι ένας διαρκής πόλεμος που κανείς -ούτε και οι ίδιοι οι Ισραηλινοί- δεν επιθυμεί, δεν θα μπορέσει να τον πετύχει μόνο με στρατιωτικά μέσα. Θα πρέπει από τώρα κιόλας, που βρισκόμαστε στην αρχή των επιχειρήσεων, να προτείνει ένα πλάνο ειρήνευσης και εν συνεχεία επιστροφής στις διαπραγματεύσεις με την συνετή και σώφρονα παλαιστινιακή πλευρά, με έναν και μόνο σκόπο: την δημιουργία δύο κρατών που θα μπορέσουν κάποια στιγμή να συνυπάρξουν ειρηνικά όπως το έπραξαν αντίστοιχα μεταπολεμικά οι Γάλλοι με τους Γερμανούς, οι Αμερικανοί με τους Ιάπωνες και τόσα άλλα γειτονικά κράτη που κάποτε τα χώριζε το εθνικιστικό ή και το φυλετικό μίσος.
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης