Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τη στιγμή που ο χρηματιστηριακός δείκτης S&P 500 κατέγραφε το χαμηλό των 2.191 μονάδων εν μέσω του ξεσπάσματος της πανδημίας. Αρκετοί είχαν πιστέψει τότε, ότι είχε φτάσει η στιγμή για τη μεγάλη διόρθωση, μετά από την υπερδεκαετή άνοδο του S&P 500, από τις 734 μονάδες του 2009. Και διαψεύστηκαν.
Όπως έχουν διαψευσθεί οι περισσότεροι χρηματιστηριακοί και οικονομικοί αναλυτές και σχεδόν όλες οι μακροοικονομικές έρευνες και μελέτες των μεγαλύτερων οικονομικών και νομισματικών οργανισμών που προέβλεπαν εδώ και χρόνια, όχι μόνο το τέλος του της εκρηκτικής ανόδου των χρηματιστηριακών αγορών, αλλά και τη γενναία υποχώρηση τους. Κι έτσι ο S&P 500 καταγράφει διαδοχικά νέα υψηλά, με το επίπεδο των 5.200 να αποτελεί πλέον ένα εφικτό στόχο.
Από το 2020 μέχρι σήμερα οι χρηματιστηριακοί επενδυτές έζησαν μια σειρά από παράδοξες επιδόσεις, αφού τα χρηματιστήρια ξεπερνούσαν όλες τις αντιξοότητες, προσδοκώντας στη θετική έκβαση ακόμα και των πιο πολύπλοκων και αρνητικών εξελίξεων. Ήδη από τον Μάρτιο του 2020 προεξοφλούσαν την ταχεία έξοδο από την πανδημία. Σε όλες τις διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων αντιδρούσαν θετικά, με το βλέμμα εστιασμένο στο μέλλον, όταν η Fed θα άρχιζε να αποκλιμακώνει τα επίπεδα των επιτοκίων. Έτσι παρατηρήθηκε ακόμα και το σπάνιο φαινόμενο της παράλληλης ανόδου των τιμών των μετοχών, των ομολόγων και του χρυσού.
Ακόμα και τώρα που διαψεύστηκαν όλες οι προσδοκίες για το τελικό ύψος των επιτοκίων της Fed, που βρίσκονται στο 5,50% από το 5,25% που προέβλεπαν οι τραπεζίτες και από το 5,00% που εκτιμούσαν οι χρηματιστηριακοί αναλυτές, οι αγορές συνεχίζουν τον ανοδικό τους δρόμο.
Ακόμα και τώρα που διαψεύστηκαν οι εκτιμήσεις για μειώσεις των επιτοκίων μέσα στον Φεβρουάριο στο 4,50% από τους επιτελείς της Fed και στο 4,00% από τους χρηματιστηριακούς αναλυτές, οι χρηματιστηριακές αγορές καταγράφουν νέα υψηλά. Ενώ την ίδια στιγμή η τιμή του χρυσού, του καταφυγίου ασφαλείας των επενδυτών, βρίσκεται στα $2.186 η ουγκιά, έχοντας ήδη κατακτήσει και τα $2.203/oz.
Παράλληλα, ο βασιλιάς των κρυπτονομισμάτων, το bitcoin που θεωρείται επενδυτικό προϊόν ακραίου ρίσκου βρίσκεται στις ιστορικά υψηλότερες τιμές του.
Οι επενδυτές του χρυσού, εκτιμούν ότι η μάχη με τον πληθωρισμό δεν έχει κερδηθεί ακόμα και ότι είναι πιθανή η αναπροσαρμογή του στόχου που έχει θέσει η Fed για πληθωρισμό από το 2%, ακόμα και στο 3%.
Οι επενδυτές των χρηματιστηρίων, στηρίζονται πάνω στις κερδοφορίες των εταιρειών τεχνητής νοημοσύνης και στην προεξόφληση των πλέον θετικών σεναρίων ανάπτυξης και κερδοφορίας από την πλευρά των ψηφιακών κολοσσών.
Οι λάτρεις του bitcoin από την πλευρά τους παρακολουθούν την υπερβολική ζήτηση για το δημοφιλές κρυπτονόμισμα που εδράζεται πάνω στην επίσημη είσοδο του στα σαλόνια της Wall Street μέσω των ETF σε spot bitcoin.
Όλη αυτή η φρενίτιδα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό πάνω στην εκτίμηση για τον ερχομό νέου, φρέσκου και φθηνού χρήματος. Το οποίο όπως έχει δείξει και το παρελθόν, αντί να διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία, κατευθύνεται τον δρόμο των χρηματιστηριακών υπεραξιών.
Το γεγονός ότι η πορεία του S&P 500, οφείλεται κυρίως στη χρηματιστηριακή έκρηξη των μετοχών του τεχνολογικού κλάδου δηλαδή των Apple, Microsoft, Alphabet (μητρική της Google), Amazon, Nvidia, Meta Platforms (Facebook) και Tesla, ενθαρρύνει τους ταύρους και αποθαρρύνει τις αρκούδες των αγορών.
Οι ταύροι θεωρούν ότι οι υπεραποδόσεις των μετοχών είναι αποτέλεσμα των εκρηκτικών κερδών των εταιρειών, με κλασσικό παράδειγμα αυτό της Nvidia. Όπου η αύξηση των κερδών κατά +290%, οδήγησε στην αύξηση της τιμής της μετοχής κατά +250% μέσα σε ένα έτος. Και δεν είναι μόνο οι επενδυτές που αγοράζουν σε αυτά τα υψηλά επίπεδα τιμών μετοχές ψηφιακής τεχνολογίας. Είναι και οι ίδιες οι εταιρείες που ανακοινώνουν μεγάλα προγράμματα επαναγοράς «ιδίων μετοχών». Δηλαδή αγοράζουν τους εαυτούς τους. Με την πλευρά των ταύρων, συμπλέει μέσω πρόσφατων θετικών εκθέσεων της, η Goldman Sachs.
Αντιθέτως, με την πλευρά των αρκούδων που εκτιμούν ότι οι χρηματιστηριακές αγορές βρίσκονται σε διαδικασία φούσκας, συντάσσονται η Morgan Stanley και η JP Morgan. Που εκτιμούν ότι τα περιθώρια κερδοφορίας στους ισολογισμούς μειώνονται, ότι τα metrics των μετοχών γίνονται απαγορευτικά, και ότι αφ’ ενός ο επίμονος πληθωρισμός και αφ’ ετέρου τα νέα από την κινεζική οικονομία, δεν αφήνει περιθώρια ενθουσιασμού και ευδαιμονίας.
Και το μεγάλο ερώτημα αφορά την πορεία των μετοχών των 7 τεχνολογικών εταιρειών που προαναφέραμε και το κατά πόσο μπορούν αυτές να καθορίσουν πλήρως το τοπίο της επόμενης χρηματιστηριακής ημέρας. Οι «7 υπέροχοι» παρουσίασαν μέσα στο 2023 απόδοση της τάξης του +107%, με τον MSCI US Index να αποδίδει μόλις +27%.
Με τη χρηματιστηριακή αποτίμηση που έχουν αποκτήσει, οι «7 μετοχές» θα μπορούσαν από μόνες τους να αποτελέσουν το δεύτερο μεγαλύτερο χρηματιστήριο του πλανήτη. Οι αποδόσεις των «7», Apple, Microsoft, Google, Amazon, Nvidia, Facebook και Tesla, έχουν επισκιάσει την πορεία των υπολοίπων 493 μετοχών του S&P 500, που δεν είχαν μια καλή χρονιά, όσον αφορά τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Με το μέσο Ρ/Ε των «7» να βρίσκεται στο 28, και των υπολοίπων 493 να βρίσκεται στο 20. Δικαιολογείται άραγε αυτό το premium της τάξης του 40%;
Για να αντιληφθούμε ακόμα καλύτερα τη βαρύτητα που έχουν οι προαναφερθείσες μετοχές στο παγκόσμιο χρηματιστηριακό γίγνεσθαι, αρκεί να σκεφτούμε ότι οι 10 μεγαλύτερες αμερικανικές μετοχές της Wall Street, αποτελούν σε αξία το 20% του παγκόσμιου χρηματιστηριακού δείκτη MSCI All-Counrty World Index που περιλαμβάνει τις 3.000 ισχυρότερες μετοχές του κόσμου.
Βέβαια, ακόμα και οι πιο απαισιόδοξοι χρηματιστηριακές αναλυτές, εκτιμούν ότι εάν οι «7 Υπέροχοι» χάσουν τα σημερινά επίπεδα τιμών τους και υποχωρήσουν στα επίπεδα τιμών του Δεκεμβρίου 2022, δηλαδή πριν αρχίσει το υπερβολικό ράλι διαρκείας, ο S&P θα υποχωρήσει «μόλις» κατά -9%. Υποσημειώνοντας αυτό το «μόλις», διότι στην εξίσωση «κόστους – οφέλους», μια υποχώρηση τιμών της τάξης του -9%, αντισταθμίζεται με ιδιαίτερη ευκολία.
Τι έχει δείξει η πρόσφατη χρηματιστηριακή ιστορία του S&P 500; Ότι στην κρίση λόγω της πανδημίας, ο S&P 500 είχε υποχωρήσει τον Μάρτιο του 2022 κατά -32% για να επανέλθει στα προηγούμενα επίπεδα τιμών μέσα σε τρεις μόλις μήνες. Και μέσα σε ένα χρόνο να παρουσιάζει άνοδο της τάξης του +120% και να φτάνει τις 4800 μονάδες.
Μετά τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη νέα παγκόσμια οικονομική κρίση ο S&P 500 είχε υποχωρήσει μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022 στις 3.585 μονάδες. Και σήμερα βρίσκεται στις 5.123 μονάδες, δηλαδή στο +43%. Παρατηρούμε, ότι ακόμα και σε μεγαλύτερες «βυθίσεις» ο S&P 500 κατάφερε να καταγράψει σύντομα, νέα υψηλά.
Οπότε το ενδεχόμενο μιας υποχώρησης της τάξης του -9%, δεν τρομάζει τους επενδυτές. Ειδικά αν οι φόβος του -9%, συγκριθεί με τον διαρκή φόβο που έχουν οι επενδυτές να βρεθούν εκτός του μακροβιότερου bull market στην ιστορία.
Η ισχύς των τεχνολογικών μετοχών, η υπερβολική ρευστότητα και η διάθεση των επενδυτών για αυξημένο ρίσκο, αναμετράται με την επιτοκιακή και πληθωριστική αβεβαιότητα, με τους δείκτες των «συμβατικών» μετοχών, με το εκλογικό θρίλερ για τον Λευκό Οίκο, με τους γεωπολιτικούς κινδύνους και το μεγάλο ερωτηματικό που ακούει στο όνομα «Κίνα». Τα ταμπλό της Wall Street θα είναι ο καλύτερος κριτής.