Παρασκευή 29.03.2024

ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ… ΠΟΛΥΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η Ιοκάστη βρίσκεται σε μία διπλή ελεύθερη σχέση, εν γνώσει των δύο ερωτικών της συντρόφων. Είναι ταυτόχρονα ζευγάρι με τον Σπύρο και με την Ελένη. Παράλληλα, οι τελευταίοι, αναπτύσσουν εξίσου ελεύθερα την ερωτική τους ζωή και με τρίτα πρόσωπα. Η Ιοκάστη θέλει με το παράδειγμά της να δηλώσει τα πλεονεκτήματα της ανοιχτής πολυσυντροφικότητας, η οποία κατά την άποψή της είναι ένας ενδεδειγμένος τρόπος ζωής.

Να είστε βέβαιοι ότι σε λίγα χρόνια, ερωτικοί δεσμοί αυτού του τύπου θα διεκδικούν επίσημη αναγνώριση από το κράτος, το δικαίωμα να αποκτούν ή να υιοθετούν παιδιά κ.λπ. Ορισμένοι από όσους διαβάζετε αυτές τις γραμμές μπορεί να θεωρείτε αυτή την προοπτική αδιανόητη. Τα παιδιά, ίσως σκέφτεστε, πρέπει να μεγαλώνουν σε ένα ισορροπημένο οικογενειακό περιβάλλον, με διακεκριμένους και στοιχειωδώς οριοθετημένους τους ρόλους των γονέων. Η Ιοκάστη θα σας απαντούσε πως αυτό είναι η δική σας άποψη.

Η ελευθεριακή τάση της εποχής θέλει την κατάργηση των παραδοσιακών οικογενειακών προτύπων στο όνομα της “ελευθερίας επιλογής” και της αυτοδιάθεσης του προσώπου. Αυτή η καθ’ όλα σεβαστή αντίληψη όμως ενέχει ορισμένες παραδοχές, που είναι βέβαιο πως οι περισσότεροι από τους θιασώτες της στα κοινωνικά ζητήματα, δεν θα ήταν πρόθυμοι να κάνουν.

Κατ’ αποτέλεσμα, η ελευθεριακή θέση περί συμβίωσης, που έχει ως μοναδικό αίτημα για την ανατροφή παιδιών την “ύπαρξη γονέων που να τα αγαπούν”, ασχέτως φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, αποτυγχάνει να μας εξηγήσει τον λόγο που απαιτούνται δύο γονείς. Γιατί μπορεί ο Α και ο Β, ως ομόφυλο ζευγάρι με μακροχρόνιο ερωτικό δεσμό, να έχουν από κοινού παιδί αλλά να μην μπορεί ο Α μαζί με τους Β και Γ; Αφού θα το αγαπούν εξίσου και θα του προσφέρουν μάλιστα πολλά περισσότερα (τουλάχιστον υλικά) αγαθά. Θα του διαθέτουν, ας σημειωθεί, περισσότερο χρόνο καθώς είναι τρεις — πάντα κάποιος θα είναι στο σπίτι και διαθέσιμος να ασχοληθεί με το παιδί. Γλιτώνουμε και τα έξοδα για νταντά!

Αν σκοπός της υιοθεσίας είναι μόνο ή κυρίως να βρεθεί το παιδί σε ένα σπιτικό όπου το αγαπούν, γιατί λοιπόν δεν επιτρέπουμε την δημιουργία μίας commune τριων, τεσσάρων ή και περισσότερων ερωτικών συντρόφων, οι οποίοι παραλλήλως θα έχει και επιμέλεια παιδιών;

Πέραν όμως αυτού: θα πρέπει να μας προβληματίζει η αντίληψη ότι “δεν με νοιάζει τί κάνει ο άλλος στο κρεβάτι του”. Παρότι ακούγεται ανοίκειο, μας νοιάζει. Και μας νοιάζει ακριβώς επειδή ζούμε στην ίδια κοινωνία, η οποία συγκροτείται από ορισμένες αρχές, στις οποίες προφανώς συμφωνούμε. Είμαστε Έλληνες γιατί συμφωνούμε σε ορισμένα πράγματα: μιλάμε ελληνικά, ντυνόμαστε και τρεφόμαστε κατά έναν παρόμοιο τρόπο, έχουμε την αίσθηση ενός κοινού παρελθόντος, μιας κοινής παράδοσης που μας ενώνει. Αισθανόμαστε υπερηφάνεια βλέποντας την Ακρόπολη, πιστεύουμε στον Χριστό ή αν μη τι άλλο θεωρούμε μεγάλης σημασίας κάποιες κοινές ηθικές αξίες που προκύπτουν από την χριστιανική διδασκαλία κ.λπ.

Αν ο καθένας αυτοπροσδιορίζεται ανεξέλεγκτα και παρεκκλίνει υπέρ το δέον από το αρχικό σετ κανόνων στους οποίους αρχικά συγκλίναμε, τότε είτε ο ίδιος δεν είναι μέρος της κοινότητας είτε δεν συγκροτούμε κοινότητα — γιατί ακριβώς δεν έχουμε κάτι κοινό. Κάποιοι θα έλεγαν πως αυτό δεν είναι κακό: άλλωστε η ετερότητα δεν είναι αποδοκιμαστέα. Πράγματι, η ετερότητα είναι πλούτος για μια κοινωνία, αρκεί πάντα να υπάρχει κάποιο κοινό σημείο αναφοράς, κάποιες καταβολές που συνέχουν τους κοινωνούς μεταξύ τους.

Αν λοιπόν δεν μας νοιάζει τί κάνουν οι άλλοι, δηλαδή δεν μας νοιάζουν οι συνήθειές τους, οι πεποιθήσεις τους, δεν επικοινωνούμε με τους άλλους, μας αφήνει παγερά αδιάφορους η καθημερινότητά τους, τότε γιατί η εκάστοτε μειοψηφία να υποτάσσεται στην εκάστοτε πλειοψηφία; Αν π.χ. πλειοψηφούν σε μία χώρα οι Ιοκάστες, με τις οποίες ο Χ, τυχαίος πολίτης αυτής της χώρας, δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο ή δεν αισθάνεται καμμία σύνδεση, γιατί να υπακούσει σε αυτές; Στις συγκροτημένες κοινότητες όπως η ελληνική, η μειοψηφία υπακούει στην πλειοψηφία, επειδή αισθάνεται ότι πέρα από τις πολιτικές διαφορές, μοιραζόμαστε μια κοινή ταυτότητα. Μπορεί να είμαστε δεξιοί, αριστεροί, συντηρητικοί ή φιλελεύθεροι, αλλά είμαστε πάνω από όλα Έλληνες. Αν όμως ο καθένας αυτονομείται σε σημείο αποκόλλησης από την κοινότητα, δηλαδή γλωσσικά, θρησκευτικά, νοοτροπιακά κ.λπ., δεν έχει καμμία υποχρέωση να υπακούει σε πρόσωπα με τα οποία δεν έχει τίποτα κοινό.

Η ελευθεριακή λοιπόν θέση ότι “μη σε νοιάζει τί κάνει ο καθένας στην προσωπική του ζωή”, πέραν της επικίνδυνης παραδοχής ότι “κάθε τι που γίνεται συναινετικά ή ενσυνείδητα είναι αυτομάτως ορθό”, οδηγεί στην ακραία έκφανσή του σε κατάλυση της κοινότητας. Γιατί αν “δεν με νοιάζει τί κάνεις στην προσωπική σου ζωή”, τότε δεν πρέπει και “να σε νοιάζει τί κάνω με τα λεφτά μου” — πώς αλήθεια δικαιολογεί η ελευθεριακή αντίληψη την ύπαρξη κοινωνικού κράτους, εφόσον δεν έχουμε συναινέσει σε αυτό και δεν έχουμε βλάψει κανέναν ώστε να του οφείλουμε παροχές; Η προφανής απάντηση είναι ότι η συναφής υποχρέωση γεννάται ώστε να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή. Αν όμως δεν υπάρχει κοινότητα, για ποιά συνοχή μιλάμε; Αν δεν πρέπει να νοιάζομαι για τους άλλους, τότε δεν πρέπει και να οφείλω στους άλλους. Τότε όμως, σε τί είδους κόσμο θα ζούμε;

 

του Στάθη-Ραφαήλ Πασγιάνου

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ