Πολλά έχουν ειπωθεί για τις επιπτώσεις της υπερβολικής χρήσης των κινητών τηλεφώνων, συνήθειας που χαρακτηρίζει την καθημερινότητα των περισσότερων, στη ζωή και την υγεία μας, άλλα εκ των οποίων έχουν επιβεβαιωθεί επιστημονικά και άλλα εξακολουθούν να τελούν υπό διερεύνηση. Μια εκ των επιπτώσεων που διερευνώνται είναι οι αλλαγές στην ποιότητα του σπέρματος, οι οποίες έχουν οδηγήσει και στο πρόβλημα της υπογονιμότητας. Μέχρι στιγμής, έχουν προταθεί περιβαλλοντικοί παράγοντες και παράμετροι του τρόπου ζωής ως πιθανές αιτίες για τη μείωση της ποιότητας του σπέρματος που παρατηρείται τα τελευταία πενήντα χρόνια, ωστόσο ο ρόλος των κινητών τηλεφώνων δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί.
Η ποιότητα του σπέρματος καθορίζεται από διάφορες παραμέτρους, όπως ο συνολικός αριθμός σπερματοζωαρίων, η συγκέντρωση, η κινητικότητα και η μορφολογία του σπέρματος. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο αριθμός των σπερματοζωαρίων έχει μειωθεί από 99 εκατομμύρια σε 47 εκατομμύρια σπερματοζωάρια ανά χιλιοστόλιτρο, φαινόμενο που αποδίδεται σε έναν συνδυασμό περιβαλλοντικών παραγόντων (ενδοκρινικά αίτια, φυτοφάρμακα, ακτινοβολία) και συνηθειών του τρόπου ζωής (διατροφή, αλκοόλ, στρες, κάπνισμα). Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ένας άνδρας πιθανότατα θα χρειαστεί περισσότερο από ένα χρόνο για να συλλάβει ένα παιδί εάν η συγκέντρωση του σπέρματός του είναι κάτω από 15 εκατομμύρια ανά χιλιοστόλιτρο.
Μια ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης (UNIGE), σε συνεργασία με το Ελβετικό Ινστιτούτο Τροπικής και Δημόσιας Υγείας (Ελβετικό TPH), θέλησε να ρίξει περισσότερο φως σε αυτό το ζήτημα, δημοσιεύοντας στο Fertility & Sterility ερευνητικά ευρήματα, που υποστηρίζουν ότι η συχνή χρήση του κινητού τηλεφώνου σχετίζεται με χαμηλότερη συγκέντρωση σπέρματος και συνολικό αριθμό σπερματοζωαρίων. Παρόμοια συσχέτιση δεν παρατηρήθηκε, ωστόσο, σε ό,τι έχει να κάνει με την κινητικότητα και τη μορφολογίας του σπέρματος.
Μετά τη διεξαγωγή της πρώτης εθνικής μελέτης, το 2019, σχετικά με την ποιότητα του σπέρματος, η ερευνητική ομάδα αξιολόγησε τα δεδομένα 2.886 Ελβετών ανδρών ηλικίας 18-22 ετών από 6 στρατιωτικά κέντρα, που παρακολουθήθηκαν μεταξύ 2005 και 2018. Σε συνεργασία με το Ελβετικό Ινστιτούτο Τροπικής και Δημόσιας Υγείας (Swiss TPH), οι επιστήμονες μελέτησαν τη συσχέτιση μεταξύ των παραμέτρων του σπέρματος και της χρήσης κινητών τηλεφώνων.
«Οι άνδρες συμπλήρωσαν ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο σχετικά με τις συνήθειες του τρόπου ζωής τους, τη συνολική υγεία τους, αλλά και τη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιούσαν τα τηλέφωνά τους, καθώς και πού τα τοποθετούσαν όταν δεν τα χρησιμοποιούσαν», αναφέρει ο Serge Nef, καθηγητής στο Τμήμα Γενετικής Ιατρικής και Ανάπτυξης της Ιατρικής Σχολής UNIGE και στο SCAHT — Ελβετικό Κέντρο Εφαρμοσμένης Ανθρώπινης Τοξικολογίας.
Τα δεδομένα αποκάλυψαν μια συσχέτιση μεταξύ της συχνής χρήσης του κινητού και της χαμηλότερης συγκέντρωσης σπέρματος. Ειδικότερα, η διάμεση συγκέντρωση σπέρματος ήταν σημαντικά υψηλότερη στην ομάδα των ανδρών που δεν χρησιμοποιούσαν το τηλέφωνό τους περισσότερο από μία φορά την εβδομάδα (56,5 εκατομμύρια/mL), σε σύγκριση με τους άνδρες που χρησιμοποιούσαν το τηλέφωνό τους περισσότερες από 20 φορές την ημέρα (44,5 εκατομμύρια/mL). Αυτή η διαφορά αντιστοιχεί σε 21% μείωση στη συγκέντρωση σπέρματος για συχνούς χρήστες.
Παίζει ρόλο το είδος του δικτύου;
Αυτή η αντίστροφη συσχέτιση ήταν πιο έντονη κατά την πρώτη περίοδο μελέτης (2005-2007), ενώ σταδιακά μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου (2008-2011 και 2012-2018). «Αυτή η τάση εξηγείται από τη μετάβαση από το 2G στο 3G και στη συνέχεια στο 4G, που οδήγησε σε μείωση της ισχύος εκπομπής ακτινοβολίας από τα κινητά τηλέφωνα», εξηγεί ο Martin RÖÖsli, αναπληρωτής καθηγητής στο Ελβετικό Ινστιτούτο Τροπικής και Δημόσιας Υγείας.
Έχει σημασία πού τοποθετούμε το τηλέφωνό μας;
Η ανάλυση δεδομένων έδειξε, τέλος, ότι η θέση του τηλεφώνου, δηλαδή το πόσο κοντά ή μακριά τους το τοποθετούσαν οι άνδρες, δεν φάνηκε να επηρεάζει τις παραμέτρους του σπέρματος. «Ωστόσο, ο αριθμός των συμμετεχόντων που δεν είχαν το τηλέφωνο κοντά στο σώμα τους ήταν πολύ μικρός για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα», διευκρίνισε η Rita Rahban, ερευνήτρια και βοηθός διδασκαλίας στο Τμήμα Γενετικής Ιατρικής και Ανάπτυξης και στο SCAHT.
Πηγή: Ygeiamou.gr