Αντώνης Καραμπατζός, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την τιμητική πρόσκληση και να σας συγχαρώ για την αποψινή εκδήλωση. Θα εστιάσω στα δύο ζητήματα που αναδείχθηκαν, στο πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων και στο θέμα της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Η αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης, η ανεξαρτησία της και η ισότιμη μεταχείριση κάθε πολίτη ενώπιον της αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για ένα σύγχρονο κράτος δικαίου. Αν κλονιστεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στα στοιχεία αυτά, τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η κοινωνική ειρήνη και πρέπει πάντα να το έχουμε υπόψη μας. Δυστυχώς στη χώρα μας υπάρχει σειρά παθογενειών που πλήττουν το κύρος της Δικαιοσύνης, ενώ ευθείες ή έμμεσες παρεμβάσεις στο έργο της από την πλευρά κυρίως της εκτελεστικής εξουσίας επιτείνουν την προβληματική αυτή εικόνα. Και όλα αυτά τη στιγμή -που σας διαβεβαιώ για αυτό που θα πω- η μεγάλη πλειονότητα των δικαστών μας είναι άξιοι και ακέραιοι λειτουργοί που συχνά επιτελούν το έργο τους υπό αντίξοες συνθήκες.
Υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα με την πολιτική εξουσία και ιδίως με τη διακυβέρνηση των τελευταίων ετών. Ο αγγελιοφόρος έρχεται συχνά και μας χτυπά την πόρτα και κυρίως έρχεται υπό τη μορφή των διεθνών εκθέσεων, ιδίως εκθέσεων της ευρωπαϊκής επιτροπής και διεθνών οργανισμών όπως η παγκόσμια τράπεζα. Μας φέρνει ένα μήνυμα. Δυστυχώς η πολιτική εξουσία επιλέγει να πυροβολήσει τον αγγελιοφόρο πολλές φορές, παρά να διαβάσει προσεκτικά το μήνυμα που εκείνος φέρνει, να το εξετάσει νηφάλια και να δει τι μπορεί να κάνει για να αντιμετωπίσει τα κακώς κείμενα. Δεν σημαίνει ότι οι διεθνείς εκθέσεις κατέχουν το αλάθητο, αλλά μπορεί κάποια από αυτά που μας λένε να έχουν βάση -και τα περισσότερα έχουν- και κατά την ευαγγελική ρήση «χρέος μας είναι το καλόν να κατέχουμε».
Έρχομαι στο πρόβλημα των καθυστερήσεων στην έκδοση των αποφάσεων. Δεν θα πω πολλά στατιστικά στοιχεία, τα ανέφερε ήδη ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου. Παρέλειψε ωστόσο να αναφέρει τις μεγάλες δίκες , πεντέμισι χρόνια η δίκη της Χρυσής Αυγής στον πρώτο βαθμό, δυόμισι χρόνια για την φονική πλημμύρα στη Μάνδρα κ.ο.κ. Ίσως αυτό που δεν γνωρίζει η κοινή γνώμη είναι ότι οι περισσότερες από εκείνες τις ποινικές δίκες διεξάγονταν σπαστά – μια με δυο φορές την εβδομάδα- ελλείψει κατάλληλων δικαστικών αιθουσών. Πάντως τελευταία υπάρχει σημαντική πρόοδος και οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε στα διοικητικά δικαστήρια ιδίως και στο διοικητικό πρωτοδικείο Αθηνών λόγω άξιων δικαστών και προϊσταμένων. Κατά κοινή ομολογία το πρόβλημα στην καθυστέρηση έκδοσης αποφάσεων είναι πολυπαραγοντικό. Οι καθυστερήσεις σίγουρα δεν οφείλονται σε κάποια υποστελέχωση των δικαστηρίων. Αντιθέτως ο αριθμός των δικαστών μας παραμένει αναλογικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ . Το πρόβλημα όμως έγκειται περιςσότερο στην αναποτελεσματική κατανομή των δικαστών στους διαφόρους βαθμούς. Το ποσοστό των δικαστών μας που υπηρετεί στον πρώτο βαθμό είναι χαμηλότερο στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Δεδομένου μάλιστα ότι οι περισσότερες δίκες λαμβάνουν χώρα στον πρώτο βαθμό ένα χαμηλότερο ποσοστό δικαστών στον βαθμό αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερες καθυστερήσεις για το σύνολο του συστήματος. Ανορθολογική κατανομή δικαστών εντοπίζεται ακόμη και στο επίπεδο του ίδιου βαθμού δικαιοδοσίας εντός μάλιστα των ιδίων μεγάλων πρωτοδικείων, όπως είναι κυρίως το πρωτοδικείο Αθηνών. Ίσως δεν το γνωρίζετε κάποιοι εξ υμών αλλά είναι και το μεγαλύτερο από πλευράς δικαστικής ύλης πρωτοδικείο στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ένας επιπλέον καθοριστικός παράγοντας για τις καθυστερήσεις είναι η ελλιπής υποστήριξη των δικαστών από δικαστικούς υπαλλήλους. Κατά μέσο όρο στους χώρους του Συμβουλίου της Ευρώπης με στοιχεία προ διετίας αντιστοιχούν 3 υπάλληλοι ανά δικαστή, ενώ η αντίστοιχη αναλογία λόγου χάρη στο Συμβούλιο της Επικρατείας ήταν περίπου 0,5, δηλαδή μισός υπάλληλος ανά δικαστή. Η έλλειψη ικανού αριθμού δικαστικών υπαλλήλων αναγκάζει συχνά τους δικαστές να ασχολούνται με ζητήματα γραμματειακής φύσης -και δεν θέλω να πω εδώ τον πόνο μου και ως πανεπιστημιακός γιατί έχουμε ακριβώς την ίδια έλλειψη-. Ενόψει όλων αυτών διαπιστώνει κανείς ότι η ορθολογικότερη κατανομή του δικαστικού έργου, των πεπερασμένων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων θα συνέβαλε σημαντικά στην ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων στην κατεύθυνση αυτή είναι θετική κατ’ εμέ η εν εξελίξει αναδιάταξη του δικαστικού χάρτη. Έχει προβλήματα, έχει και αστοχίες αλλά ελπίζουμε να βοηθήσει στην επιτάχυνση της εκδίκασης των υποθέσεων στον πρώτο βαθμό, όχι όμως σε βάρος της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων. Επίσης, τον ίδιο σκοπό μπορούν να υπηρετήσουν η απλοποίηση των δικονομικών ρυθμίσεων, -υπάρχει μια υπερτροφία της δικονομίας εις βάρος της ουσίας στη χώρα μας και φταίμε και εμείς οι ακαδημαϊκοί σε μεγάλο βαθμό-, η επιτάχυνση των έργων ψηφιακής λειτουργίας της Δικαιοσύνης, η αύξηση του αριθμού των δικαστικών υπαλλήλων, η περαιτέρω ενίσχυση εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών όπως η διαμεσολάβηση καθώς και η δραστικότερη επιβολή των πραγματικών δικαστικών δαπανών σε βάρος εκείνου του διαδίκου που με αβάσιμη αγωγή απασχόλησε το δικαστικό σύστημα.
Περνώ τώρα στην επιλογή των ανωτάτων δικαστών. Και εδώ τα καμπανάκια χτυπούσαν αρκετά χρόνια τώρα και η πολιτική εξουσία δίσταζε να αγγίξει το θέμα. Η ευρωπαϊκή επιτροπή έχει γράψει εδώ και καιρό στην ετήσια έκθεσή της για τη Δικαιοσύνη μια γενικευμένη αίσθηση που επικρατεί στην Ελλάδα περί ύπαρξης παρεμβάσεων ή πιέσεων στο χώρο της Δικαιοσύνης από πλευράς της εκάστοτε κυβέρνησης και των πολιτικών ή σε ένα δεύτερο επίπεδο από οικονομικά ή άλλα συμφέροντα. Στην έκθεση της επιτροπής και μάλιστα στην τελευταία, η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών αντιλαμβάνεται την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των δικαστών ως κακή, σε αντίθεση με τον μέσο όρο των πολιτών της ΕΕ που την θεωρεί καλή. Όπως γνωρίζουμε και εμείς ως εσωτερικοί παρατηρητές, στη χώρα μας υφίσταται εδώ και δεκαετίες μια διάχυτη αίσθηση ατιμωρησίας, βραδυπορίας σε σχέση με σοβαρές υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος οι οποίες δίνουν και τον τόνο στη δημόσια σφαίρα. Ιδίως κατά τα τελευταία έτη διάφορες εξελίξεις σε τέτοιες υποθέσεις προβληματίζουν έντονα και εύλογα την κοινή γνώμη. Ποινικές απαλλαγές λόγω παραγραφής αδικημάτων σε δίκες με πολυετή διάρκεια, αιφνίδιες αφαιρέσεις δικογραφιών από εισαγγελείς με άνωθεν δικαστική εντολή, δημόσιες παρεμβάσεις υπουργών επί εκκρεμών υποθέσεων, αρχειοθετήσεις υποθέσεων με αιτιολογίες που αντιβαίνουν προδήλως την κοινή λογική κ.ο.κ. Συχνά μάλιστα δίνεται η εντύπωση ότι μέσω διαφόρων πολιτικών παρεμβάσεων επιχειρείται η υπονόμευση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Εντελώς χαρακτηριστική είναι από αυτή την άποψη η υπόθεση των παράνομων παρακολουθήσεων γύρω από την οποία απλώθηκε ένα φάσμα ανέλεγκτου δυνάμει επιμέρους αποφάνσεων της Δικαιοσύνης. Και ξέρετε αυτά δεν περνούν απαρατήρητα από τους πολίτες και το βλέπουμε και στις τελευταίες μετρήσεις της κοινής γνώμης. Πριν από λίγα μόλις χρόνια η δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου δεν απασχολούσαν ιδιαίτερα τις δημοσκοπήσεις. Δείτε όμως ότι στις δημοσκοπήσεις αυτής της εβδομάδας είναι δεύτερο ζήτημα μετά την ακρίβεια.
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, η ατελέσφορη δικαστική διερεύνηση διαφόρων υποθέσεων δημοσίου συμφέροντος αφήνει μια πικρή επίγευση στους πολίτες, επιτείνει το αίσθημα καχυποψίας τους, ενισχύει τον αντισυστημισμό κάθε απόχρωσης. Σε πολλές περιπτώσεις μένει να πλανάται στην ατμόσφαιρα ένα ανεξήγητο «γιατί» και όπως είναι φυσικό αυτό το «γιατί» επιτρέπει σε φήμες βάσιμες ή ανεπέρειστες να υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη των πολιτών σε βασικούς πυλώνες του κράτους δικαίου ή και την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Τι κάνουμε τώρα ως προς την επιλογή του προεδρείου των ανωτάτων δικαστών. Η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης έχει κομβική σημασία γιατί όμως; Αυτή έχει τον τελευταίο και αποφασιστικό λόγο στα θέματα της Δικαιοσύνης, ενώ συγχρόνως ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο επί των δικαστών των κατωτέρων βαθμίδων. Ιδιαίτερη, δε, είναι η ισχύς που έχει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου που είναι και επικεφαλής των διωκτικών αρχών της χώρας. Ξέρετε το πρόβλημα έχει περιγραφεί εδώ και δεκαετίες από ανώτατους δικαστές. Αξίζει κανείς να διαβάσει κάποιες ομιλίες του Στέφανου Ματθία για παράδειγμα ή κάποια βιβλία και συναδέλφων σας, κ. Πρόεδρε, όπως του πρώην αντιπροέδρου του ΣτΕ του κ.Αρναούτογλου. Αμφότεροι έχουν περιγράψει με αξιέπαινη ενάργεια τις εκλεκτικές και εν πολλοίς αδιόρατες σχέσεις που μπορεί ενίοτε να αναπτυχθούν μεταξύ κυβερνητικής και δικαστικής εξουσίας.
Η κυβερνητική εξουσία σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να έχει τον απόλυτο λόγο στους σχετικούς διορισμούς. Η πρόσφατη ρύθμιση που ανέφερε και ο κ. Πρόεδρος με το αρ.27/5123 του 2024 κινείται κατά τη γνώμη μου προς την ορθή κατεύθυνση. Οι διοικητικές ολομέλειες μπορούν να ψηφίζουν με μυστική ψηφοφορία για τα πρόσωπα που πρόκειται να επιλεγούν. Αυτό είναι ένα καταρχήν θετικό βήμα. Ωστόσο η γνώμη την οποία εκφράζουν, πηγαίνει μαζί μετά στο υπουργικό συμβούλιο με τη γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, η οποία επίσης δεν είναι δεσμευτική. Και τώρα ουσιαστικά με το νέο νομοθετικό πλαίσιο θα έχουμε δύο λίστες: μια από τον ανώτατο δικαστήριο που θα προέρχεται από τη διοικητική ολομέλεια και μια από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Εδώ θα διαφοροποιηθώ σε σχέση με τον κ.Γεραρή. Πιστεύω ότι στην πράξη όπως το έχουν αναπτύξει και άλλοι συνάδελφοι, η γνώμη της διοικητικής ολομέλειας των ανωτάτων δικαστηρίων θα αναπτύξει μια de facto δεσμευτικότητα και ισχυρή μάλιστα. Θα έχει ένα ιδιαίτερο βάρος, ωστόσο σε κάθε περίπτωση είναι επιβεβλημένη η αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ.5 προς την κατεύθυνση της δεσμευτικότητας αυτής της γνώμης που θα εκφράζουν οι διοικητικές ολομέλειες. Σε κάθε περίπτωση αυτό που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι είτε η τελική απόφαση ανατεθεί στο υπουργικό συμβούλιο είτε στη Βουλή όπως έχουν προτείνει εγκρατείς συνάδελφοι αυτό θα πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρης οφθαλμού. Η δικαστική εξουσία χρειάζεται τη νομιμοποίηση είτε δοθεί ευθέως από τη Βουλή είτε από την κυβέρνηση ως φορέα εμπιστοσύνης της Βουλής.
Ως προς την πρόταση που έχει καταθέσει η αξιωματική αντιπολίτευση και χαίρομαι που το ακούμε σήμερα για το χρονικό πλαίσιο που πρέπει να χωρίζει την αφυπηρέτηση ενός ανώτατου δικαστή με τον διορισμό του σε κάποια ανεξάρτητη αρχή με βρίσκει απολύτως σύμφωνο.
Υπάρχουν πρόσωπα που υπολήπτομαι και σέβομαι βαθιά και τα οποία τα τελευταία χρόνια προασπίστηκαν με σπάνιο θάρρος το κράτος δικαίου στη χώρα. Το πρόβλημα όμως είναι συστημικό και ανεξάρτητο από πρόσωπα. Το πρόβλημα των προσδοκιών που μπορεί να καλλιεργούνται πίσω από κλειστές πόρτες και γι’ αυτό είναι επιδοκιμαστέα αυτή η πρόταση.
Η δημόσια κριτική στις δικαστικές αποφάσεις ή ενέργειες δεν είναι απλώς θεμιτή, είναι επιβεβλημένη. Δεν είναι μόνο θεμελιώδης απόρροια της ελευθερίας του λόγου αλλά απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατικής λειτουργίας. Η Δικαιοσύνη, όπως οποιαδήποτε εξουσία, δεν εξαιρείται του δημοκρατικού ελέγχου και της λογοδοσίας. Η κριτική δεν αναιρεί τον εν γένει σεβασμό, που οφείλεται στις δικαστικές αποφάσεις με την έννοια της υποχρέωσης συμμόρφωσης σε αυτές. Σεβασμός όμως με την έννοια ενός εν λευκώ προληπτικού σιωπητηρίου για όλες τις δικαστικές κρίσεις προφανώς και δεν υπάρχει. Είναι δημοκρατική επιταγή να μην υπάρχει. Ετσι, κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα άσκησης κριτικής με ευπρέπεια, σύνεση και αποφυγή παραπληροφόρησης. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο σεβασμός στη Δικαιοσύνη και τις αποφάσεις της πρέπει να εκπέμπεται από την κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία δίνει και το παράδειγμα σε μια συντεταγμένη πολιτεία. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να περνά απαρατήρητη από τους πολίτες η άρνηση πχ της κυβέρνησης να συμμορφωθεί όπως έχει συνταγματική υποχρέωση να το πράξει, με τη θαρραλέα απόφαση του ΣτΕ που αποκατέστησε τη δυνατότητα ενημέρωσης του προσώπου που είχε τεθεί υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφαλείας.
Η σοβαρή θεσμική κρίση που διέρχεται σήμερα η χώρα είναι προϊούσα, σωρευτική και πολυεπίπεδη. Δεν περιορίζεται στη Δικαιοσύνη, υπάρχει γενικότερη δυσπιστία προς τους θεσμούς -μεταξύ άλλων προς τη Βουλή αλλά και τον πολιτικό σύστημα-. Το βασικό αντίδοτο είναι να συζητήσουμε ανοικτά και έντιμα -όπως το κάνουμε σήμερα- τις σοβούσες παθογένειες και να αναλάβουμε άμεσα τις αναγκαίες πρωτοβουλίες. Από εκεί και πέρα τα πολιτικά κόμματα είναι εκείνα, που πρέπει να επιδείξουν τη σαφή πολιτική βούληση με σοβαρές μεταρρυθμιστικές τομές διότι πράγματι οι περιστάσεις είναι κρίσιμες και το ζήτημα που μας τίθεται πλέον είναι αξιακό. Όχι συνεπειοκρατικό. Η πολιτική σταθερότητα υπονομεύεται από τις ίδιες τις εκπτώσεις στο κράτος δικαίου και τους θεσμούς και όχι από την ανάδειξή τους. Η δε φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι ένα μίζερο πολίτευμα, που αρκείται στα λίγα. Είναι ένα πολίτευμα υψηλών απαιτήσεων και παρακμάζει όταν προβάλλεται διαρκώς το φάσμα του καθ’ υπόθεση χειρότερου για να αποδεχτεί κανείς το απλώς κακό. Οι πολιτικές δυνάμεις που τελικά επωφελούνται από την αξιακή έκπτωση, είναι εκείνες που βρίσκονται στα Ακροδεξιά του πολιτικού φάσματος. Δυνάμεις που δεν πιστεύουν στους δικαιοπρακτικούς θεσμούς και καραδοκούν και στην Ελλάδα και παγκοσμίως. |