Πέμπτη 27.03.2025

Παρεμβάσεις ομιλητών στην ημερίδα: «Ανοίγουμε τον διάλογο για τη Δικαιοσύνη και τη θεσμική θωράκιση του κράτους δικαίου»

Βασίλειος Μαρκής, Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ. και Επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος

Είχα μια διαίσθηση ότι πρέπει να πάρω τελευταίος τον λόγο, με βάση μια αρχή που λέει ότι ο κατηγορούμενος και ο υπερασπιστής του μιλάει τελευταίος.

Έχω την εντύπωση ότι δεν ήρθαμε εδώ για να βγάλει ο κάθε ένας εσώψυχες αντιδράσεις σε ενέργειες δικαστών και κυρίως ανωτάτων δικαστών. Ήρθαμε εδώ να δούμε ποια είναι τα προβλήματα και ποιες παρεμβάσεις μπορεί να κάνει ο χώρος μας για την επίλυση αυτών των προβλημάτων. Αυτός πιστεύω ότι ήταν ο λόγος για τον οποίο συγκεντρωθήκαμε όλοι εδώ.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Είναι γενική παραδοχή ότι ο θεσμός που υλοποιεί σε μια δημοκρατία σαν τη δική μας αυτό που λέγεται κράτος δικαίου, είναι η δικαιοσύνη. Κι αυτό η δικαιοσύνη το κάνει σε καθημερινή βάση. Σήμερα που μιλάμε δεκάδες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες υποθέσεις δικάζονται σε όλη την Ελλάδα. Άνθρωποι φυλακίζονται ή αθωώνονται, ανακριτές προφυλακίζουν ή αφήνουν ελεύθερους, υποθέσεις αρχειοθετούνται ερήμην της κοινωνίας, ερήμην των κομμάτων, ερήμην των πολιτικών, πολλές φορές μάλιστα ερήμην του τύπου. Αλλάζει αυτή η εικόνα όταν η υπόθεση είναι τέτοιου είδους που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ή θίγει κάποια πρόσωπα που έχουν τη δυνατότητα μιας κινητοποίησης λαϊκής υπέρ των απόψεών τους, ή το χειρότερο για εμένα, όταν η έκβαση μιας υπόθεσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αυτό που λέγεται -να χρησιμοποιήσω αυτήν την έκφραση- κομματικός ανταγωνισμός.

Τον τελευταίο καιρό βρισκόμαστε σε κάτι τέτοιο. Η ιδιαιτερότητα της περίπτωσης των Τεμπών είναι ποια; Για πρώτη φορά η δικαιοσύνη, στη μορφή του ανακριτού της υπόθεσης, δέχεται αυτή την επίθεση, από αντισυστημικά τουλάχιστον κόμματα, και κυρίως από το διαδίκτυο, στο στάδιο της ανάκρισης.

Μέχρι τώρα οι αντιδράσεις που υπήρχαν ήταν σε περίπτωση αρχειοθετήσεως ή κάποιας έκβασης μιας απόφασης με την οποία δεν συμφωνούν. Για πρώτη φορά η επίθεση γίνεται σε βάρος ανακριτού και φτάσαμε στο σημείο η φωτογραφία του ανακριτού να βρίσκεται στο διαδίκτυο δίκην καταζητούμενου. Χωρίς καμία αντίδραση, ούτε των δικηγορικών συλλόγων, ούτε δυστυχώς και συστημικών κομμάτων.

Δεν θέλω να συνεχίσω στο σημείο αυτό, ας ξεκινήσουμε να δούμε ποιοι είναι οι Έλληνες δικαστές; Είναι παιδιά που έκαναν άριστες σπουδές. Όλοι γνωρίζετε τι βαθμολογία πρέπει να πετύχει κανείς για να μπορεί να μπει σε μια από τις νομικές σχολές. Είναι παιδιά τα οποία σε σχέση με τη δική μου γενιά, -αλλά έχω την εντύπωση και προηγούμενες και επόμενες γενιές- δεν έχουν καμία σχέση ως προς τα προσόντα τους.

Όταν εγώ το 1971 έγινα εισαγγελικός πάρεδρος σε έναν διαγωνισμό με πεντακόσιους υποψηφίους για δεκαπέντε θέσεις δικαστών και πέντε θέσεις εισαγγελικών, ένας στους είκοσι ήξερε αγγλικά. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ούτε ένας υποψήφιος στη σχολή δικαστών και ούτε ένας δικαστής που να μην γνωρίζει δύο ή τρεις γλώσσες. Δεν είχε κανένας μεταπτυχιακό και τώρα δεν υπάρχει ούτε ένας δικαστής που να μην έχει ένα, δύο ή περισσότερα μεταπτυχιακά. Ξεκινάμε λοιπόν ότι έχουμε μια γενιά δικαστών πολύ καλύτερης ποιότητος από την προηγούμενη, τη δική μας.

Είπε ο κ. Πρόεδρος και συμφωνώ μαζί του. Δεν έχει σημασία το ότι το Σύνταγμα μας και ο οργανισμός δικαστηρίου κατοχυρώνει απόλυτα την ανεξαρτησία των δικαστών. Μεγάλη σημασία και πάντα το έλεγα ότι η έκβαση μιας υπόθεσης εξαρτάται εν πολλοίς σε μερικές περιπτώσεις, από την προσωπικότητα του κρίνοντος.

Θα πρέπει λοιπόν όλοι και όπου διακρίνουμε αυτή την αποφασιστικότητα, αυτό το υψηλό φρόνημα, το οποίο πρέπει να έχει ένας δικαστής να στηρίζουμε αυτές τις περιπτώσεις.

Πως γίνεται η επιλογή των δικαστών; Οι νομικοί το ξέρετε αλλά είναι μια μοναδική ευκαιρία μιας και απευθυνόμαστε σε ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν επαφή με τη νομική, να σας πω το εξής: Γίνεται ένας διαγωνισμός με αποκλειστικά την ευθύνη του ίδιου του δικαστικού σώματος με τη συμμετοχή καθηγητών πανεπιστημίου και ανωτάτων δικαστών και εν συνεχεία αυτοί που θα πετύχουν σε αυτό τον διαγωνισμό, φοιτούν στη σχολή δικαστών, όπου στην πραγματικότητα δικαστές και εισαγγελείς που έχουν ξεχωρίσει για την ποιότητα τους προσπαθούν ουσιαστικά να τους μάθουν δεοντολογία και να τους εμφυσήσουν και το υψηλό φρόνιμα που σας περιέγραψα προηγουμένως.

Θα σας πω δυο λόγια για την άποψη μου σχετικά με το θέμα της επιλογής, όχι της ηγεσίας, αλλά των ανωτάτων δικαστών. Το 2001 υπήρξε μια σημαντικότατη συνταγματική αλλαγή, που αφορούσε το νομικό καθεστώς των εισαγγελέων. Θέλω να σας πω ότι το καθεστώς ανεξαρτησίας, που κατοχυρώνεται μετά το 2001 για τους εισαγγελείς, είναι μοναδικό στην Ευρώπη. Είμαστε η μοναδική χώρα που οι εισαγγελείς εξισώνονται απολύτως με τους δικαστές. Αυτό ήταν μια απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη δια του τότε εισηγητού της πλειοψηφίας και υπουργού Πολιτισμού -αν θυμάμαι- την εποχή εκείνη, Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος δέχθηκε τις απόψεις της Ένωσης Εισαγγελέων τις οποίες εξέφραζα εγώ τότε ως Πρόεδρος, με τη βοήθεια του αείμνηστου Γενικού Γραμματέα, Σωτήρη Μπάγια. Επαναλαμβάνω, δεν υπάρχει σε καμία χώρα η εγγύηση ανεξαρτησίας, την οποία έχουν οι Έλληνες εισαγγελείς.

Και θέλω να σας πω επίσης κάτι άλλο: Το θέμα θα έλεγα του τρόπου επιλογής του Προέδρου των ανωτάτων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πιστεύω ότι έχει περισσότερο έναν συμβολισμό. Στην πραγματικότητα, κανένας πρόεδρος και κανένας εισαγγελέας δεν εμποδίζουν να επηρεάσει την κρίση ακόμη και του πιο νεαρού Ειρηνοδίκη. Τι συμβαίνει όμως; Κάθε φορά που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θέλει να αμφισβητήσει το αίσθημα ανεξαρτησίας των δικαστών, βρίσκει αυτό ως επιχείρημα. Ναι, ξέρετε η κυβέρνηση ορίζει τον Πρόεδρο των ανωτάτων δικαστηρίων και τον εισαγγελέα και κατ’ αυτόν τον τρόπο επηρεάζει τους νεότερους δικαστές. Αυτό πρώτα απ’ όλα θα έλεγα προσβάλει τους ανθρώπους, που έχουν επιλεγεί για αυτές τις θέσεις.

Γνώρισα στη σαραντάχρονη περίπου εισαγγελική πορεία μου πάνω από δεκαπέντε εισαγγελείς και πάνω από δεκαπέντε ή είκοσι προέδρους του Αρείου Πάγου. Χαίρομαι που έναν από τους πιο δυνατούς και σοβαρούς ανθρώπους που γνώρισα, ο Θανάσης ο Κουτρουμάνος, βρίσκεται εδώ ανάμεσά μας.

Είναι ελάχιστοι -στην κυριολεξία μετριούνται ίσως στα δάχτυλα ενός χεριού- δικαστές και εισαγγελείς που δεν σεβάστηκαν τον εαυτό τους. Γιατί αν δεχθεί κανείς σε αυτές τις θέσεις να γίνει όργανο οποιασδήποτε εκτελεστικής εξουσίας, κυρίως έλλειψη σεβασμού προς τον εαυτό του. Όλοι οι άλλοι ανεξαρτήτως από ποια Κυβέρνηση είχαν επιλεγεί, αυτό που κυρίως προσπάθησαν να περιφρουρήσουν, ήταν το προσωπικό τους κύρος και να διαχέουν προς τα κάτω αίσθημα ανεξαρτησίας κυρίως έναντι της εξωτερικής εξουσίας.

Η ένωση μας την εποχή εκείνη το 2001 είχε κάνει μια πρόταση και θα έλεγα, ας την δούμε τώρα ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης. Είναι εντελώς απλή θα έλεγα. Θυμίζει λίγο το τριπρόσωπο της εκλογής των Μητροπολιτών. Είχαμε πει δηλαδή ότι η ολομέλεια της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, αυτή τη στιγμή έχει περίπου είκοσι άτομα. Προτείνει με μυστική ψηφοφορία τρεις υποψηφίους και από αυτούς τους τρεις υποψηφίους η κυβέρνηση, η επικεφαλής δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας κάνει την επιλογή της. Η θεωρητική σύλληψη για τον ορισμό από την κυβέρνηση αυτή τη στιγμή είναι ότι είναι το μοναδικό σημείο που η λαϊκή κυριαρχία που κατά τεκμήριο εκφράζεται από την κυβέρνηση, με τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Νομίζω αυτή είναι μια απλή εντελώς και χωρίς προβλήματα λύση την οποία θα πρέπει, κ. Πρόεδρε, να την δούμε και να την καλλιεργήσουμε συστηματικά όταν θα έρθει εκείνη η ώρα.

Τώρα, ποιο είναι το πρόβλημα της ελληνικής δικαιοσύνης; Για εμένα είναι ξεκάθαρα οι ρυθμοί απονομής της. Που οφείλεται αυτό; Είναι πολυπαραγοντικό το πρόβλημα και για αυτό δύσκολο στην επίλυση του. Έχω πει κι άλλη φορά ότι όλα αυτά τα χρόνια συνεργάστηκα με περίπου δεκαπέντε υπουργούς δικαιοσύνης διαφόρων κυβερνήσεων για να επιλύσουμε αυτό το θέμα και θα έλεγα ότι σχεδόν πάντα αποτύχαμε. Και αποτύχαμε για τον εξής λόγο: Ο χώρος της δικαιοσύνης είναι ένας εξαιρετικά συντηρητικός χώρος, που δύσκολα δέχεται αλλαγές. Επίσης, δεύτερο πρόβλημα που υπάρχει είναι ότι αλλαγές που ναι μεν επιταχύνουν τους θεσμούς απονομής αλλά μειώνουν δικηγορική ύλη, συναντούν την αντίδραση του δικηγορικού σώματος. Με μια φράση να σας περιγράψω αυτό που έλεγα πάντοτε. Ο αριθμός των υποθέσεων που παράγονται και φτάνουν στα δικαστήρια είναι μεγαλύτερος από αυτόν που το σύστημα μπορεί να ανταπεξέλθει εγκαίρως. Ή θα πρέπει λοιπόν να μειώσουμε τις υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια ή θα πρέπει να μεταφέρουμε ύλη και γίνεται τον τελευταίο καιρό -ίσως ο πρόεδρος θα μπορούσε να μας πει το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας- μεταφορά ύλης από τα δικαστήρια σε δικηγόρους, είναι μερικές φορές κάποια πράγματα, -τώρα το σκέφτομαι-, δύο εντελώς απλές ρυθμίσεις έδωσαν για μια στιγμή ανάσα στο σύστημα.

Θέλω να σας πω το εξής, ότι όταν πριν από κάποια χρόνια αποφασίστηκε ότι αυτός ο οποίος καταθέτει μήνυση και ο οποίος μέχρι τότε πήγαινε, κατέθετε μια μήνυση, κινούσε έναν ολόκληρο μηχανισμό χωρίς να καταβάλει ούτε ένα ευρώ, θα πρέπει να καταβάλει ένα μικρό παράβολο. Οι μηνύσεις στην εισαγγελία πρωτοδικών Αθηνών μειώθηκαν κατά 25%. Εξήντα χιλιάδες μηνύσεις λιγότερες τη χρονιά, που επιβλήθηκε αυτός ο τρόπος. Και θα έλεγα το εξής: η μοναδική ρύθμιση που επεδίωκε την επιτάχυνση και πέτυχε είναι ρύθμιση την οποία προώθησε το ΠΑΣΟΚ με υπουργό τον Μιλτιάδη Παπαϊωάννου όταν αποφάσισε την δημιουργία μονομελών εφετείων. Ήμουν σε μια άτυπη νομοπαρασκευαστική επιτροπή τότε, όταν ακούστηκε η γνώμη του υπουργού, ήμουν από αυτούς που αντέδρασαν αμέσως, είπα «μα μονομελές εφετείο; Σοβαρές υποθέσεις από μονομελές δικαστήριο;» Τελικά αυτό προωθήθηκε. Θέλω δε να σας πω, το σύντομο της ειδοποίησής μας ότι θα γίνει αυτή η εκδήλωση, δεν μου επέτρεψε να έχω νεότερα στατιστικά στοιχεία. Πριν δύο χρόνια όμως όταν επρόκειτο να κάνω μια αντίστοιχη ομιλία έκανα μια έρευνα και εκεί προέκυψαν τα εξής δεδομένα: Στα κακουργήματα που δικάζονται από μονομελές εφετείο, από τις εισαγόμενες υποθέσεις δικάζεται το 75% και αναβάλλεται το 25%. Στα κακουργήματα που δικάζονταν από το τριμελές ή το πενταμελές εφετείο, εκδικάζεται το 25% και αναβάλλεται το 75%.

Τον τελευταίο καιρό έγινε μια ακόμη μεγαλύτερη μεταφορά ύλης στα μονομελή δικαστήρια και θα έλεγα ότι ίσως ο δικηγορικός σύλλογος θα μπορούσε στο τέλος του χρόνου ή στο τέλος του δικαστικού έτους να κάνει μια έρευνα για το πως λειτουργεί αυτό το σύστημα.

Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι αντισυστημικό κόμμα. Είναι κυβερνητικό κόμμα. Κυβέρνησε, άφησε βαθιές σφραγίδες στο χώρο της δικαιοσύνης και τον χώρο αυτό δεν πρέπει να τον χαρίσει σε κανένα κόμμα. Θα παρακαλούσα πάρα πολύ, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που βγαίνουν προς τα έξω, να μην δίνουν τουλάχιστον την εικόνα ότι στρέφονται κατά της δικαιοσύνης και των λειτουργών της. Είναι μια έκκληση την οποία θέλω να σας κάνω. Και θέλω επίσης να σας πω και οι δικηγορικοί σύλλογοι θα πρέπει να στηρίξουν έστω και με τα παράπονά τους τη δικαιοσύνη συνολικά. Και θέλω επίσης να πω ότι ευτυχώς υπάρχουν δικηγόροι, οι οποίοι έχουν ενστερνιστεί αυτό το οποίο σας λέω και ήδη έχουν ξεκινήσει μια προσπάθεια στήριξης της δικαιοσύνης με την επισήμανση προβλημάτων που υπάρχουν στο χώρο τους και τη διάθεση να βοηθήσουν στη λύση αυτών των προβλημάτων.

Θα έλεγα ότι πριν από λίγο καιρό άρχισε να λειτουργεί ένα παρατηρητήριο δικαιοσύνης, τον βλέπω τώρα για αυτό θα το πω, με πρόεδρο τον Παναγιώτη Περράκη, που προσπαθούν να στηρίξουν τη δικαιοσύνη γιατί αν η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί σωστά, το κράτος δικαίου είναι απλώς μια ονομασία χωρίς περιεχόμενο.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ