Παρασκευή 29.03.2024

Παναγιώτης Γρηγορίου “Τα κέντρα υποδοχής φυσικά και ανήκουν στο εθνικό έδαφος του κράτους μέλους (υποδοχής) και σαφώς δεν υπάρχει αμφισβήτηση εθνικού εδάφους”

Έχουμε την τιμή να έχουμε μαζί μας σήμερα το πρόσωπο που την προηγούμενη εβδομάδα στο Δημοτικό Συμβούλιο Μυτιλήνης είχε την “τιμητική” του, είτε από κάποιους που τον γνώριζαν και ήξεραν ότι αυτά που έλεγε είχαν ένα σοβαρό  επιστημονικό υπόβαθρο, είτε από άλλους που ρώταγαν “από που κρατάει η σκούφια του”.

Εμείς ως ειδησεογραφικό portal δεχόμαστε όλες τις απόψεις και δη τις επιστημονικές και τις παρουσιάζουμε. Μπορεί να μην αποτελούν την “πανάκεια”, όμως σίγουρα οι εμπεριστατωμένες και τεκμηριωμένες επιστημονικές απόψεις αξίζουν να τις “διαβάζουμε”, έστω και αν διαφωνούμε.

 

  1. Τι είναι το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο γύρω από το οποίο έχει αναπτυχθεί μια μεγάλη συζήτηση αλλά και πολεμική τον τελευταίο καιρό;

 

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τις 23 Σεπτεμβρίου 2020 έχει προτείνει ένα νέο σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο, το οποίο καλύπτει όλα τα διαφορετικά στοιχεία που απαιτούνται για μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση για τη μετανάστευση. Προβλέπει βελτιωμένες και ταχύτερες διαδικασίες σε ολόκληρο το σύστημα ασύλου και μετανάστευσης. Ως προτεραιότητα θέτει την  ισορροπία μεταξύ των αρχών της δίκαιης κατανομής ευθύνης και αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων. Μια προτεραιότητα που πρέπει να θεωρηθεί conditio sine qua non για την υλοποίηση του μεγάλου ευρωπαϊκού οράματος : της υλοποίησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Πρόκειται λοιπόν για έναν στόχο  ζωτικής σημασίας για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών και της εμπιστοσύνης στην άμεση ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαχειρίζεται τη μετανάστευση. Αυτή την εμπιστοσύνη την έχουν ανάγκη και οι ευρωπαίοι πολίτες και ιδιαίτερα οι πολίτες της περιφέρειας του Βορείου Αιγαίου, που έχουν τόσο πολύ ταλαιπωρηθεί από τη στιγμή που εμφανίσθηκε το τεράστιο πρόβλημα των μεταναστευτικών ροών μετά το καλοκαίρι του 2015.

Η μετανάστευση αποδεικνύεται για την Ευρώπη ως ένα σύνθετο ζήτημα, με πολλές πτυχές που πρέπει να σταθμιστούν από κοινού: Την ασφάλεια των ατόμων που ζητούν διεθνή προστασία ή μια καλύτερη ζωή, τις ανησυχίες των χωρών στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, οι οποίες ανησυχούν ότι οι μεταναστευτικές πιέσεις θα υπερβούν τις ικανότητές τους και οι οποίες χρειάζονται αλληλεγγύη από άλλους. Ή τις ανησυχίες άλλων κρατών μελών της ΕΕ, τα οποία ανησυχούν ότι, εάν δεν τηρηθούν οι διαδικασίες στα εξωτερικά σύνορα, τα εθνικά τους συστήματα ασύλου, ένταξης ή επιστροφής δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε περίπτωση μεγάλων ροών.

Το ισχύον σύστημα του Δουβλίνου δεν λειτουργεί πλέον και αδυνατεί να προσφέρει αποτελεσματικές και ουσιαστικές λύσεις. Μετά το 2015 η Ευρωπαϊκή Ένωση  δεν κατόρθωσε να αποκαταστήσει τις αδυναμίες του και να το καταστήσει εφαρμόσιμο και κυρίως αξιόπιστο. Η Ένωση μέσα από το νέο θεσμικό πλαίσιο περί μετανάστευσης και ασύλου καλείται να διαγράψει  το σημερινό θεσμικό και πολιτικό αδιέξοδο και να σταθεί στο ύψος των αρμοδιοτήτων της αλλά κυρίως των προσδοκιών των ευρωπαίων πολιτών. Με το νέο σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο, η Επιτροπή προτείνει κοινές ευρωπαϊκές λύσεις απέναντι σε  μια μεγάλη ευρωπαϊκή πρόκληση.

Η ΕΕ δεν πρέπει να στέκεται σε λύσεις ad hocαλλά με αποφασιστικότητα να θέσει σε εφαρμογή ένα κατανοητό, λειτουργικό και αξιόπιστο σύστημα διαχείρισης της μετανάστευσης, μια και όλες οι σημερινές ενδείξεις καθιστούν σαφές ότι η μεταναστευτική κρίση  θα συνεχίσει να υπάρχει για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.

Μετά από εκτεταμένες διαβουλεύσεις με το θεσμικό της περιβάλλον αλλά και την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών καθώς επίσης και στη συνέχεια μιας ειλικρινούς και πλήρους αξιολόγησης της κατάστασης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει την αναμόρφωση και αναθεώρηση του συνολικού συστήματος περί την μετανάστευση και το άσυλο. Αυτή η συστημική αναδιάταξη αντιστοιχεί στην εξέταση νέων τρόπων για την ουσιαστική αναβάθμιση της θεσμικής συνεργασίας με τις χώρες καταγωγής και διέλευσης, τη διασφάλιση αποτελεσματικών διαδικασιών, την επιτυχή κοινωνική ένταξη των προσφύγων και την επιστροφή εκείνων που κρίνονται ότι  δεν έχουν δικαίωμα παραμονής στον ευρωπαϊκό χώρο. Η Ενωμένη Ευρώπη δεν χρειάζεται εφήμερες λύσεις. Χρειάζεται ουσιαστική πολιτική και θεσμική προσέγγιση των ζητημάτων εκείνων, που την οδηγούν μοιραία σε κρίση. Τα κράτη καλούνται να κρατήσουν εφεδρικές- επικουρικές  θέσεις ως προς αυτή την διαχείριση των κρίσεων αφήνοντας τον πρώτο ρόλο στο ίδιο ενωσιακό σύστημα. Έχει φθάσει πλέον αυτή η στιγμή της ενωσιακής ωριμότητας για την μετάβαση στην κοινοτική μέθοδο λήψης αποφάσεων. Η αντίστοιχη διακυβερνητική έχει δοκιμασθεί εξαντλητικά και έχει αποδείξει ότι παρά τις συγκυριακές ευκαιρίες σύνθεσης που προσφέρει, μάλλον τελικά αποδομεί το όραμα των πατέρων της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

 

  1. Σε ποιο στάδιο βρίσκεται αυτή την στιγμή το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο;

 

Το νέο θεσμικό πλαίσιο (Ευρωπαϊκό Σύμφωνο) για τη μετανάστευση και το άσυλο αποτελείται από τρεις νέους Κανονισμούς (περί της διαχείρισης του ασύλου και της μετανάστευσης, της καταγραφής των πολιτών τρίτων χωρών στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, αναγνώρισης κατάστασης κρίσης και ανωτέρας βίας στο πεδίο της μετανάστευσης και του ασύλου), δύο τροποποιήσεις υφισταμένων Κανονισμών (Eurodac/ χαρακτηριστικά, Κοινή διαδικασία διεθνούς προστασίας στο εσωτερικό της Ένωσης) και δύο Συστάσεων (νομικές διαδικασίες περί προστασίας στην Ένωση/ ανθρωπιστική υποδοχή, επανεγκατάσταση, συνεργασία μεταξύ κρατών μελών ως προς την προσφορά αρωγής που ευρωπαίους πολίτες ή από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με σκοπό την έρευνα και διάσωση). Να σημειώσουμε πάντως ότι ένας Κανονισμός έχει άμεσα δεσμευτική  ισχύ ως πράξη του ενωσιακού δικαίου επί του δικαίου των κρατών μελών από τη στιγμή της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ κάτι αντίστοιχο δεν συμβαίνει στην περίπτωση της Σύστασης.

Η οριστικοποίηση (θέση σε ισχύ) του παραπάνω θεσμικού συστήματος θα επέλθει μετά την ολοκλήρωση των προβλεπομένων θεσμικών διαδικασιών (διαβουλεύσεων- διαπραγματεύσεων) από την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρώτον, πρέπει να οριστικοποιηθεί το Σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μετά από τις διαβουλεύσεις της με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αλλά και την Επιτροπή των Περιφερειών. Από τα επικουρικά αυτά θεσμικά όργανα θα παραλάβει τις σχετικές γνωμοδοτήσεις τους.

Στη συνέχεια ενεργοποίηση του κυρίου σταδίου της νομοπαραγωγικής διαδικασίας (Συμβούλιο ΕΕ, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) όπου και θα παραχθούν τα τελικά νομοθετήματα, που θα ενσωματωθούν άμεσα στις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών.

Επομένως, οι όποιες ενστάσεις μπορούν να διατυπωθούν και τύχουν της ανάλογης διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της παραπάνω θεσμικής διαδικασίας από τα αρμόδια θεσμικά όργανα και με τις θεσμικά προβλεπόμενες τυπικές και ουσιαστικές διαδικασίες διαβούλευσης. Εδώ λοιπόν προσδιορίζεται το πεδίο δράσης των αρμοδίων τοπικών και περιφερειακών αρχών, που καλούνται να διαδραματίσουν πλέον ρόλο στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, όπως ακριβώς προβλέπεται. Κατά συνέπεια, επιτάσσεται η ενεργός εμπλοκή στα ενωσιακά θεσμικά και πολιτικά δρώμενα των τοπικών και περιφερειακών αρχών, ως εκφραστών ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού διοικητικού πνεύματος, μιας νέας ευρωπαϊκής διακυβέρνησης δομημένης επί μιας νέας αντίληψης περί του δημοσίου χώρου και της αποστολής της κοινωνίας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο ενωσιακό σύστημα.

 

3.Υπάρχει πρόβλεψη για ουσιαστική εφαρμογή της ενωσιακής αλληλεγγύης από το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο ή πάλι θα κληθούν οι παραμεθόριες περιοχής της Ένωσης να επωμισθούν το μεγάλο βάρος των μεταναστευτικών ροών;

 

Στόχος του Ευρωπαϊκού Συμφώνου είναι να δώσει ένα νόημα στην ενωσιακή αλληλεγγύη, όχι τυπικό αλλά ουσιαστικό, έτσι ώστε να εξυπηρετεί την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, δηλαδή την ομοσπονδίωση.

Στο πλαίσιο αυτό συγκροτείται ένας μηχανισμός αλληλεγγύης, βιώσιμος στο πλαίσιο μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης και μιας έντονης διαίρεσης μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων, αποτελεσμάτων της μέχρι τώρα θεσμικής και πολιτικής διάστασης της μεταναστευτικής κρίσης. Ο μηχανισμός αυτός δεν θα πρέπει να κινηθεί σε αμφιλεγόμενα επίπεδα μη σαφώς προσδιορισμένης δεσμευτικότητας ή υπέρμετρης ευελιξίας. Μια τέτοια επιλογή βοηθά αναμφίβολα τις ανασταλτικές και αποπροσανατολιστικές πρωτοβουλίες του συστήματος των χωρών Visegrad (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία), ενώ θα μπορούσε να αμφισβητηθεί έντονα και εν τέλει να ανατραπεί  από πρωτοβουλίες, όπως αυτή των πέντε μεσογειακών χωρών (Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Κύπρος, Ελλάδα), με σαφώς προσδιορισμένη ταυτότητα ως προς τη σχέση τους με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Η έκφραση αλληλεγγύης μπορεί να ρυθμισθεί ποικιλοτρόπως, αρκεί να υπάρχει πάντοτε η ανάλογη πρόβλεψη για κατασταλτική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (μετά από αξιολόγηση της κάθε περίπτωσης ή και υποβολής σχετικού αιτήματος από το άμεσα ενδιαφερόμενο κράτος) αλλά και άσκηση ελεγκτικών αρμοδιοτήτων για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου από την πλευρά του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η συγκρότηση του μηχανισμού αλληλεγγύης θα ανατεθεί στον σχεδιασμό μιας ομάδας ειδικών (2021-2024) και η λειτουργία του θα εστιάζεται σε τρία πεδία : διαχείριση μεταναστευτικών πιέσεων, αποτελεσματική αντιμετώπιση μεταναστευτικής κρίσης, διάσωση στην θάλασσα.

 

4. Πού μπορούμε να εντοπίσουμε τις βασικότερες διαφορές μεταξύ του συστήματος του Δουβλίνου, που ισχύει μέχρι και σήμερα, και του νέου Ευρωπαϊκού Συμφώνου;

Οι βασικές διαφορές μεταξύ του ισχύοντος συστήματος (Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ) και του εν εξελίξει Ευρωπαϊκού Συμφώνου εντοπίζεται στα εξής στοιχεία. Πρώτον, διαπιστώνεται μια μεταφορά της ευθύνης εξέτασης του φακέλου του αιτούντος άσυλο από το κράτος άφιξης (αρμόδιες εθνικές αρχές) στη νέα ευρωπαϊκή αρχή. Η αρχή αυτή, που θα επικουρείται από ομάδα εθνικών εμπειρογνωμόνων, θα έχει την ευθύνη διαχείρισης των αιτήσεων ασύλου που θα υποβάλλονται, της διαχείρισης των χώρων υποδοχής των αιτούντων άσυλο και ολοκλήρου του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλούς διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων του ενωσιακού χώρου ασφάλειας ( Schengen) που πρακτικά σημαίνει νέα δεδομένα για το σύστημα πληροφόρησης Schengen (SIS),  το σύστημα Eurodac, τον Frontex και τη σύναψη συμφωνιών επανεισδοχής με τις τρίτες χώρες προέλευσης των μεταναστευτικών ροών. Η νέα αυτή ευρωπαϊκή αρχή θα συντονίζεται από έναν ευρωπαίο επιφορτισμένο και με την ευθύνη της εναρμόνισης των επί μέρους εθνικών διαχειριστικών παραμέτρων. Έτσι λοιπόν, θα λειτουργήσει η διαδικασία επιστροφής εκείνων που οι αιτήσεις δεν θα γίνονται δεκτές (μέσω της έκφρασης αλληλεγγύης των χωρών εκείνων που αδυνατούν να υποδεχθούν αποδεδειγμένα λόγω οικονομικών, κοινωνικών και διοικητικών αδυναμιών αναγνωρισμένους πρόσφυγες αλλά θα αναλαμβάνουν πλήρως την ευθύνη της επιστροφής στις χώρες  καταγωγής), η ταχεία γνώση του αιτούντος άσυλο περί της τύχης της αίτησης του (μέχρι 12 εβδομάδες) και η ταχεία επιστροφή στην χώρα του.

Ο αιτών άσυλο στην αρμόδια πλέον ευρωπαϊκή αρχή μπορεί να ζητήσει  την εγκατάσταση του -εφόσον η αίτηση του γίνει δεκτή- σύμφωνα με μια ιεραρχικά δομημένη κλίμακα : α. στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται μέλος της πυρηνικής οικογένειας, β. σε κράτος μέλος όπου ενδεχομένως έχει σπουδάσει, γ. σε κράτος μέλος το οποίο παλαιότερα είχε επισκεφθεί, δ. σε κράτος μέλος όπου έχει εργασθεί και ε. στην χώρα εισόδου του. Κατά συνέπεια, δεν τίθεται θέμα να αποκλεισθεί στην χώρα εισόδου επί μακρόν, όπως συμβαίνει σήμερα.

Πάντως, τον τελικό λόγο για την οριστική εγκατάσταση των αναγνωρισμένων προσφύγων θα την έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που θα ορίζει την αναλογική κατανομή τους ανά κράτος μέλος σύμφωνα με τον πληθυσμό και την οικονομία του (ΑΕΠ) και λαμβάνοντας υπόψη τον συνολικό αριθμό των προσφύγων αλλά και των αναγκών της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας.

Φυσικά, η επιστροφή ενός μετανάστη θα γίνεται στην χώρα καταγωγής του, εφόσον αυτή συμπεριλαμβάνεται στον ενιαίο κατάλογο ασφαλών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα το κάθε κράτος μέλος έχει τον δικό του κατάλογο περί ασφαλών χωρών καταγωγής. Συνέπεια, η σύγχυση που επικρατεί αφού οι αιτούντες άσυλο προσπαθούν να βρουν διέξοδο στην χώρα εκείνη που θεωρούν ότι θα αξιολογήσει επιεικέστερα την αίτηση τους.

 

5 .Και ένα παρόλα αυτά ένα κράτος μέλος αρνηθεί να υποδεχθεί την εγκατάσταση προσφύγων;

Τότε η στάση αυτή θέτει εν αμφιβόλω πολιτικά, θεσμικά και νομικά την θέση του στο ενωσακό οικοδόμημα. Η μη εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης δεν θα μένει πλέον χωρίς συνέπειες. Η χώρα αυτή θα υποχρεώνεται να μεταφέρει στις χώρες καταγωγής εκείνους τους μετανάστες που δεν μπορούν να εγκατασταθούν στην Ένωση. Σε καμία περίπτωση μια τέτοια παραμονή δεν μπορεί να ξεπεράσει τους οκτώ μήνες. Επίσης, αυτά τα κράτη μέλη θα αναλαμβάνουν το βάρος λειτουργίας των κέντρων υποδοχής στα εξωτερικά σύνορα του ευρωπαϊκού χώρου ασφάλειας. Εάν παρατηρηθεί τελικά επιμονή των κρατών μελών σε μια αρνητική στάση, τότε θα προβλέπεται η εκκίνηση κυρωτικής σε βάρος τους διαδικασίας.

 

6. Η αναφορά σε εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει αμφισβήτηση εθνικού εδάφους και δημιουργία γκρίζων ζωνών ευρωπαϊκού εδάφους εντός της εθνικής επικράτειας;

Μιλάμε για δύο διαφορετικά πράγματα. Τον ευρωπαϊκό χώρο ασφάλειας (Schengen) και το έδαφος του κράτους μέλους (εθνική επικράτεια, αναμφισβήτητο συστατικό στοιχείο του εν λόγω κράτους). Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διεθνής οργανισμός. Κατά συνέπεια δεν διαθέτει έδαφος με την έννοια εκείνη που συναντούμε σε ένα κράτος μέλος. Διαθέτει χώρο όπου ασκούνται συγκεκριμένες αρμοδιότητες ήδη εκχωρημένες από τα κράτη μέλη δυνάμει των συνταγμάτων τους και της Συνθήκης της ΕΕ. Τα εξωτερικά σύνορα λοιπόν αυτού του χώρου καλείται να διαφυλάξει η Ένωση με τις δικές της δυνάμεις και εξουσίες. Τα κέντρα υποδοχής φυσικά και ανήκουν στο εθνικό έδαφος του κράτους μέλους (υποδοχής). Όμως λειτουργούν ως χώροι διέλευσης στον ευρωπαϊκό χώρο ασφάλειας. Κάτι δηλαδή αντίστοιχο με εκείνο που συμβαίνει σήμερα στα αεροδρόμια με την είσοδο ή έξοδο στον/από τον χώρο Schengen.

 

7. Πως αξιολογείτε λοιπόν αυτό το νέο θεσμικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για την μετανάστευση και το άσυλο μέσα στο πλαίσιο της κοινής ευρωπαϊκής πορείας προς το μέλλον;

 

Όλες οι πλευρές (ενωσιακά θεσμικά όργανα, κράτη μέλη, ευρωπαίοι πολίτες) πρέπει να καταλάβουμε ότι η καλή μας τύχη εξαρτάται από το επιτυχημένο κοινό ευρωπαϊκό μέλλον. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν αντιστοιχεί σε απλές τεχνικές  διεργασίες και πρακτικές. Προέρχεται από ένα όραμα που σφυρηλατήθηκε μέσα στην ευρωπαϊκή ιστορία, από την αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη μέχρι την Διακήρυξη Schuman, το Σχέδιο Spinelli για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης. Όλοι μας, απλοί πολίτες, πολιτικές και θεσμικές ηγεσίες των κρατών μελών και των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, έχοντας επίγνωση αυτής της μεγάλης ευρωπαϊκής πρόκλησης δεν έχουμε δικαίωμα να την καταστρέψουμε, καταστρέφοντας ταυτόχρονα το μέλλον των επομένων γενεών. Πρέπει να αναλογισθούμε και σεβασθούμε το μεγάλο ηθικό βάρος του πολιτικού, νομικού και θεσμικού πολιτισμού που διαμορφώθηκε μέσα από τους κοινούς αγώνες και τις κοινές αγωνίες των ευρωπαϊκών λαών. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο να προσεγγίσουμε και αναλύσουμε το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο. Δεν πρέπει να λησμονούμε τη θέση που έχει καθένας από μας μέσα σε αυτό το θεσμικό οικοδόμημα, τις ευθύνες και τις αρμοδιότητες του.

 

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα : Πάνος Γρηγορίου, Καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Κάτοχος Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet ad personam, Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λουξεμβούργου, Διευθυντής Εργαστηρίου Κοινωνικών και Πολιτικών Θεσμών στο Τμήμα Κοινωνιολογίας, πρώην Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, Ιππότης της Γαλλικής Δημοκρατίας.

 

 https://www.facebook.com/profile.php?id=100049224604274

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ