Στην εκδήλωση που διοργάνωσε το ΠΑΣΟΚ σε συνεργασία με τον ινστιτούτο Insocial με θέμα τα πανεπιστήμια μίλησε το απόγευμα της Δευτέρας ο πρόεδρος του κόμματος σημείωσε ότι «δεν μπορούμε να είμαστε μία πανευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα. Μία χώρα που αρνείται την ύπαρξη μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων» για να προσθέσει: «Εμείς σήμερα εδώ δεν ήρθαμε για να πετάξουμε την μπάλα στην κερκίδα και να πούμε ότι ψάχνουμε έναν εύκολο δρόμο να αποφύγουμε μία δύσκολη συζήτηση. Διότι αυτή η συζήτηση που είναι πολυπαραμετρική, είναι δύσκολη και πρέπει να την κάνουμε ως ώριμη κοινωνία εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, σε σχέση με το τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε σχέση με χρόνιες παθογένειες που υπάρχουν στη χώρα μας».
Όπως σημείωσε ο κ. Ανδρουλάκης θέλουμε να αφήσουμε στις νέες γενιές μια παρακαταθήκη: «Αυτό που εμείς είχαμε ως δημόσιο πανεπιστήμιο να το συναντήσουν καλύτερο, βελτιωμένο, πιο ανταγωνιστικό. Και συγχρόνως, για όσα από αυτά τα παιδιά θέλουν, να έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν σε μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά υψηλής ποιότητας, που μαζί θα δημιουργούν το πλαίσιο μίας ισχυρής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προάγοντας την έρευνα και την καινοτομία στη χώρα, με τη διασύνδεση με την αγορά εργασίας και ενισχύοντας τις δεξιότητες των πολιτών».
Κατηγόρησε την κυβέρνηση, αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα ότι δεν θέλουν μια συζήτηση επί του πεδίου, στέκονται σε δύο όχθες, δεν προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δημιουργηθεί πεδίο συναίνεσης.
«Αλλά, πώς μπορεί να δημιουργηθεί πεδίο συναίνεσης, όταν μιλάμε για ένα νομοσχέδιο που συζητάμε τις βελτιώσεις που πρέπει να γίνουν μέσα σε μια εβδομάδα; Αυτό που γίνεται σήμερα εδώ, έπρεπε να έχει γίνει με πρωτοβουλία της ίδιας της κυβέρνησης» τόνισε για να προσθέσει; « Όταν το ΠΑΣΟΚ μιλάει για συναινέσεις, εμείς δεν πρόκειται να ζητιανέψουμε συναίνεση […] Η συναίνεση είναι μία κακοποιημένη λέξη στο εγχώριο πολιτικό σύστημα. Πολλές φορές κάποιοι την αξιοποιούν επικοινωνιακά».
Όπως είπε για το ΠΑΣΟΚ η ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου είναι κατεξοχήν ένα θεσμικό θέμα που πρέπει να κουβεντιάσουμε χωρίς ταμπού και δεν μπορεί να στηρίζεται απλά και μόνο στη αύξηση της χρηματοδότησή του, η οποία είναι επιβεβλημένη. Προϋποθέτει πολλά παραπάνω:
Ένα στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με γνώμονα και την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας.
Την επανασύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
Μια ισχυρή θεσμικά και πραγματικά ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Έναν νέο ακαδημαϊκό χάρτη για τα ΑΕΙ της χώρας, που θα συνοδεύεται από ένα λιτό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους.
Κατηγόρησε την κυβέρνηση για αποσπασματικές παρεμβάσεις και πως «αντιθέτως, εμφανίζει την ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων ως φάρμακο για πάσα νόσο και μεγάλη τομή, που θα αναβαθμίσει συνολικά την παιδεία στη χώρα, παραγνωρίζοντας όμως, ή για να το πω πιο σωστά, παραλείποντας να αναφέρουν ότι και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ιδιωτικά πανεπιστήμια μπορεί να υπάρχουν, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία συνεχίζει να φοιτά στα δημόσια. Άλλωστε, η ύπαρξη των ιδιωτικών δεν θα αναβαθμίσει de facto το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση και το στρατηγικό σχέδιο για να γίνει αυτό».
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ σημείωσε ότι «εμείς, ως σοσιαλδημοκράτες, δεν πιστεύουμε στις απαγορεύσεις. Σπάμε σήμερα το ταμπού των απαγορεύσεων. Εμείς πιστεύουμε στις ισχυρές ρυθμίσεις. Θέλουμε κανόνες για την παιδεία και όχι απαγορεύσεις για να φτάσουμε στο βέλτιστο αποτέλεσμα» και μίλησε για την ανάγκη να διασφαλιστεί «ο ισχυρός δημόσιος χαρακτήρας της παιδείας με την παράλληλη λειτουργία μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων».
«Αυτές οι ισχυρές ρυθμίσεις ρυθμίζουν ανεξέλεγκτα ιδιωτικά πεδία, όπως αυτό των κολλεγίων στη χώρα μας, που κάποιοι συνεχίζουν να κάνουν ότι δε βλέπουν -και μιλώ για το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ-προτάσσοντας μια ιδεολογική καθαρότητα. Επί διακυβέρνησης τους υπήρχαν δεκάδες τέτοια κολλέγια ιδιωτικά. Άρα, το να λένε σήμερα ότι δεν γνωρίζουν τι σημαίνει ιδιωτικό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μάλλον είναι ένας κομματικός στρουθοκαμηλισμός.
Για τον λόγο αυτό, έχουμε υποστηρίξει ότι δεν θα σταθούμε εμπόδιο στην ίδρυση μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, τα οποία θα πληρούν κάποιες πολύ αυστηρές προδιαγραφές για να μπορούν να ονομάζονται πανεπιστήμια. Θέλουμε να γίνουν σωστά. Με υψηλό επίπεδο σπουδών και έρευνας. Με γεωγραφικά κριτήρια διασφαλίζοντας την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη. Δεν μπορούν να έρθουν όλα στην Αθήνα γιατί κάποιοι εκ των προτέρων γνώριζαν τις ρυθμίσεις που φέρνει σήμερα η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και έχουν προετοιμάσει τις επενδύσεις τους. Αυτό δεν είναι λογικό, δεν είναι σωστό και δεν επιτρέπουμε να συμβεί.
Ο κ. Ανδρουλάκης επανέλαβε την στάση του ΠΑΣΟΚ για την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος «με καθαρά λόγια και καθαρές πράξεις» και με «διάλογό όχι της μίας εβδομάδας όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις».
Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι δεν επιδιώκει τη συναίνεση αλλά προσπαθεί να την εκβιάσει. για να προσθέσει: «Καλούμαστε απλά να ψηφίσουμε, να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε.Αυτό ποιον συμφέρει; Τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι ένα κόμμα της λογικής, του διαλόγου, των συναινέσεων, όπως είναι η παράταξή μας. Εμείς, λοιπόν, δεν μπορούμε να είμαστε παθητικοί αποδέκτες μίας ρύθμισης της οποίας οι συνέπειες δεν περιορίζονται στη διάρκεια ζωής μίας κυβέρνησης αλλά αφορούν το μέλλον της χώρας».
Ο κ. Ανδρουλάκης ξεκαθάρισε: «Εμείς θέλουμε μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά. Δεν μιλάμε για ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ. Με τον όρο «μη κερδοσκοπικά» δεν κάνουμε αυτό που κάνει η Νέα Δημοκρατία που τον χρησιμοποιεί μετά τα «μη κρατικά» για να κάνει by pass το Σύνταγμα και να προσπεράσει τον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εμείς τον όρο αυτόν τον χρησιμοποιούμε πραγματικά. Θέλουμε σε αυτήν τη βάση να υπάρχουν αυτά τα πανεπιστήμια».
Και πρότεινε το σκανδιναβικό παράδειγμα στην παιδεία, το οποίο λειτουργεί έχοντας διαχωρίσει και απομονώσει το κέρδος με ισχυρές ρυθμίσεις, εν αντιθέσει με το κυπριακό μοντέλο που προωθεί η κυβέρνηση. «Είναι υποχρεωτικός ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των μη κρατικών ιδρυμάτων στις Σκανδιναβικές χώρες και μάλιστα υπάρχει κοινό σύστημα εισαγωγής, ενίσχυση της αποκέντρωσης και αποφυγή κορεσμού σε αντικείμενα σπουδών» είπε ο κ. Ανδρουλάκης.
«Λύση δεν είναι το να καταδικάσουμε τη χώρα σε μία μόνιμη ακινησία, που την κάνει ευρωπαϊκή εξαίρεση. Δεν είναι λύση και το λέμε καθαρά. Πρέπει η χώρα να πάει μπροστά. Η χώρα θα πάει μπροστά με ένα ισχυρό δημόσιο πανεπιστήμιο και με μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά βάσει του σκανδιναβικού μοντέλου, όπως προτείνουμε σήμερα. Αυτό δεν είναι μία πράξη γενναιότητας. Προς Θεού. Είναι μία πράξη ειλικρίνειας και χαίρομαι πάρα πολύ που ανοίγουμε σήμερα τον διάλογο που δεν τόλμησε η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης» κατέληξε ο κ. Ανδρουλάκης.
Το θεσμικό πλαίσιο και οι συνταγματικοί περιορισμοί σχετικά με τις αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση συζητήθηκαν στην πρώτη θεματική ενότητα της ημερίδας του InSocial και των τομέων Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής με θέμα: «Πανεπιστήμια: Ανοίγουμε τον διάλογο». Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Ε.Κ.Π.Α., κ. Νίκος Αλιβιζάτος, ο Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κ. Ξενοφών Κοντιάδης και ο Συνταγματολόγος και πρώην Ευρωβουλευτής, κ. Κώστας Μποτόπουλος.
Κάνοντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή, ο κ. Αλιβιζάτος σημείωσε πως το δικαίωμα της ίδρυσης ιδιωτικών σχολείων κατοχυρώνεται από την πρώτη στιγμή της Γαλλικής Επανάστασης και είναι σύμφυτο με την έννοια της ελευθερίας της γνώμης και της διάδοσης ιδεών.
Χαρακτήρισε, δε, ως παγκόσμια ιδιομορφία το να απαγορεύεται στη χώρα μας η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες, με την υποχρέωση αυτές να είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), ενώ υπάρχουν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Έκανε λόγο για έναν «καταθλιπτικό εξισωτισμό», σχολιάζοντας πως δεν είναι δυνατόν ένας καλός καθηγητής που κάνει όλα του τα μαθήματα και ένας που δεν πατάει στο πανεπιστήμιο να έχουν τον ίδιο μισθό και την ίδια εξέλιξη, μιλώντας για «παρενέργειες του κακώς νοούμενου μονοπωλίου», που καθιστούν την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος αναγκαία.
Εξέφρασε, δε, την άποψη πως, βάσει του ενωσιακού δικαίου, η ερμηνεία της επ’ αμοιβή διδασκαλίας ως υπηρεσία που πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερα μεταξύ των κρατών-μελών, βοηθά να δούμε τη σύσταση ανωτάτων σχολών υπό το πρίσμα της λειτουργίας παραρτημάτων. «Αυτό είναι το συνταγματικό θέμα που δεν αλλοιώνει την κρίσιμη συνταγματική διάταξη», κατέληξε ο κ. Αλιβιζάτος.
Από την πλευρά του, ο κ. Κοντιάδης επέμεινε στη σαφή και ρητή ρύθμιση του Συντάγματος, υπογραμμίζοντας πως το άρθρο 16 υιοθετήθηκε με μεγάλη συναίνεση από τις δυνάμεις που ψήφισαν το ισχύον Σύνταγμα το 1975, με τις αναθεωρήσεις από τότε να μην το έχουν αγγίξει. «Δεν μπορούμε να μιλάμε για ρύθμιση που είναι απαξιωμένη ή μπορεί να ξεπεραστεί σύμφωνα με ερμηνεία. Αλλά για μια διάταξη που θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Το εάν αυτό είναι σκόπιμο είναι μια μεγάλη συζήτηση. Όμως μέχρι να αναθεωρηθεί θα πρέπει να το σεβαστούμε», τόνισε, διερωτώμενος για τη βιασύνη της κυβέρνησης να φέρει το επικείμενο σχέδιο νόμου, ενώ μπορούσε να ανοίξει τη συζήτηση με αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση που έχει εξαγγελθεί πως θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο.
«Αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι τόσο ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά πρωτίστως η αξιοπιστία και η εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος», ανέφερε. Σημείωσε, μάλιστα, πως «το να προχωρήσει μία ρύθμιση που θα παρακάμπτει το άρθρο 16 θα είναι ένας ακόμα κρίκος σε μία αλυσίδα παραβιάσεων», υπενθυμίζοντας πως η κυβέρνηση έχει υποδεχθεί το κράτος δικαίου με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, υπέστη προ δύο ημερών την καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και έχει παραβιάσει μια σειρά δικαιωμάτων με τρόπο αδιανόητο.
Ο κ. Κοντιάδης επέστησε την προσοχή και στον κίνδυνο που απειλεί τα υποστελεχωμένα, υποχρηματοδοτούμενα, ενίοτε και λοιδορούμενα δημόσια πανεπιστήμια, ιδίως της περιφέρειας, να αποψιλωθούν και να υποστούν μαρασμό, με την άνθιση των παραρτημάτων ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Για παράκαμψη και άρα παράβαση του Συντάγματος, έκανε λόγο ο κ. Μποτόπουλος, εστιάζοντας την κριτική του σε πτυχές του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού που κατατέθηκε σε διαβούλευση. Σημείωσε, αρχικά, πως η κυβέρνηση εγκατέλειψε αυτό που αρχικώς έλεγε περί διεθνών συμφωνιών με ξένες χώρες (άρθρο 28 του Συντάγματος), που δεν υπάρχει πουθενά στην προτεινόμενη ρύθμιση.
Ως προς το εάν το σχέδιο νόμου αφορά σε παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, έθεσε το ερώτημα: «Ποιο παράρτημα απονέμει δικό του τίτλο σπουδών και όχι τον τίτλο της μητρικής του σχολής;», εξηγώντας πως ενώ, για παράδειγμα, η Σορβόννη έχει πάει στο Ντουμπάι και δίνει δίπλωμα Σορβόννης, τα ιδρύματα που θα έρθουν στην Ελλάδα ως παραρτήματα θα δίνουν ελληνικό τίτλο σπουδών.
Ο κ. Μποτόπουλος έκανε λόγο για «δήθεν παραρτήματα», καθώς το σχέδιο νόμου προβλέπει πως «αρκεί ακόμα και μία χαλαρή σύνδεση με το μητρικό ίδρυμα του εξωτερικού είτε υπό τη μορφή πιστοποίησης, είτε με τη μορφή δικαιόχρησης (franchising) -που είναι όμως οικονομική σχέση». Αναδεικνύοντας, ακόμη, το γεγονός πως μόνο το 80% των καθηγητών θα έχουν διδακτορικό, κατέληξε στο συμπέρασμα πως «αυτή η ρύθμιση παραβιάζει και τις τρεις διατάξεις του άρθρου 16. Την αναθεώρηση μπορούμε να τη συζητήσουμε, αλλά όχι στο όνομα νεφελωδών μεταρρυθμίσεων καταπατώντας τη μήτρα της Δημοκρατίας».
Ο Στέφανος Παραστατίδης, Βουλευτής Κιλκίς και υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, έθεσε στη δημόσια διαβούλευση πρόταση για την ανώτατη εκπαίδευση με βάση το σκανδιναβικό παράδειγμα.
«Θεμελιώδης αρχή μας είναι η πρωτοκαθεδρία του ισχυρού δημόσιου πανεπιστημίου. Λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων σε κοινό πλαίσιο με το δημόσιο πανεπιστήμιο για την εξασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε υψηλού επιπέδου ανώτατη εκπαίδευση ανεξαρτήτως κοινωνικής αφετηρίας για την πρόοδο της γνώσης, της έρευνας και την επίτευξη της κοινωνικής κινητικότητας» ανέδειξε ως πλαίσιο ο υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής.
Αξιοποιώντας το σκανδιναβικό παράδειγμα, προσδιόρισε 4 πυλώνες της πρότασης, που το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής παρουσιάζει στον δημόσιο διάλογο. Συγκεκριμένα:
-Υποχρεωτικός ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των μη κρατικών ιδρυμάτων για λειτουργία προς όφελος της διδασκαλίας, της έρευνας και των φοιτητών
-Ομαλή ένταξη των μη κερδοσκοπικών στην ανώτατη εκπαίδευση με κοινό σύστημα εισαγωγής, ενίσχυση της αποκέντρωσης και αποφυγή κορεσμού σε αντικείμενα σπουδών
-Αναγνώριση της αξίας των μη κρατικών φορέων στην παροχή επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης
-Διαμόρφωση κοινού πλαισίου διασφάλισης ποιότητας για τα δημόσια και τα μη κρατικά ιδρύματα ώστε να προστατεύονται ο χρόνος, οι πόροι και η προσπάθεια των φοιτητών.
«Δίκη μας ευθύνη είναι να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη πρόταση. Η πολιτική δεν είναι για να δυναμώνει τα «όχι» των παιδιών. Ευθύνη της πολιτικής είναι η πρόταση και αυτή οφείλει να σχηματίζεται με πλαίσιο αρχών. Δεν απαγορεύω, ρυθμίζω αυτή είναι η λέξη-κλειδί» κατέληξε ο κ. Παραστατίδης.
Ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, ερευνητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αναλύοντας τη διεθνή εμπειρία για τα παραρτήματα μη κρατικών ιδρυμάτων, σημείωσε στα πλεονεκτήματα τους ότι οι φοιτητές σπουδάζουν σε ένα ίδρυμα που έχει σχέση με ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα εκτός της χώρας τους, επιτυγχάνεται η κοινωνική όσμωση, αυξάνονται τα έσοδα του κράτους και μειώνεται η εκροή συναλλάγματος. Στα μειονεκτήματα της λειτουργίας τέτοιων παραρτημάτων ο κ. Χαραλαμπόπουλος επισήμανε ότι «ενώ κάποιος πληρώνει μια γνωστή φίρμα, δεν παίρνει το αυθεντικό προϊόν. Αποδυναμώνεται το δημόσιο σύστημα καθώς το διδακτικό και ερευνητικό του προσωπικό κατευθύνεται συχνά στα παραρτήματα, τα οποία συχνά αποτυγχάνουν καθώς έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα επαγγελματικά επιμελητήρια και την αγορά εργασίας. Συνεπώς, δεν είναι εύκολη η εδραίωσή τους ούτε η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι παρέχουν μεγάλη ερευνητική δραστηριότητα» κατέληξε ο Γ. Χαραλαμπόπουλος.
Η Αγγελική Γαζή, Επ. Καθηγήτρια Ψηφιακών Μεθόδων Έρευνας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, περιέγραψε το κυπριακό μοντέλο στην ανώτατη εκπαίδευση κάνοντας λόγο για φοιτητές και διδακτικό προσωπικό δύο ταχυτήτων.
«Χαμηλότεροι μισθοί στα ιδιωτικά πανεπιστήμια γιατί τα χρήματα επενδύονται σε εγκαταστάσεις κυρίως. Υψηλός εκπαιδευτικός φόρτος γιατί πρόκειται για teaching schools και όχι ερευνητικά πανεπιστήμια. Εντυπωσιακές εγκαταστάσεις, επένδυση στην βιτρίνα. Επισφαλές διδακτικό προσωπικό και λίγα καλά βιογραφικά. Παρέχουν κατάρτιση και όχι επιστημονική γνώση αν δεν υπάρχει έρευνα και απαξίωση της ακαδημαϊκής διαδικασίας» σημείωσε η κυρία Γαζή.
Πηγή: E.T.gr