Σάββατο 14.12.2024

Μέρκελ: Πώς έφτιαξε τα ελληνικά μνημόνια – Η φιλοσοφία, η λιποθυμία Σόιμπλε και το ερώτημα περί εναλλακτικών λύσεων

Το παρασκήνιο της ελληνικής κρίσης μέσα από τα απομνημονεύματα της «Σιδηράς κυρίας» της Ευρωζώνης – Πώς οικοδομήθηκαν βήμα βήμα τα προγράμματα διάσωσης μέσα σε αεροπλάνα, αίθουσες συσκέψεων, εστιατόρια και… χώρους μακιγιάζ

Σε μια αφήγηση – ποταμό με πλήθος από πραγματολογικές παρατηρήσεις, κρίσιμες λεπτομέρειες, αλλά και έντονα προσωπικό τόνο και πάντως μακριά από το γνώριμο, θεσμικό ύφος της γερμανικής Καγκελαρίας, η «σιδηρά Κυρία» της ευρωζώνης, Άνγκελα Μέρκελεξιστορεί στην αυτοβιογραφία της το «ελληνικό δράμα», δηλαδή όλα τα στάδια αντιμετώπισης της κρίσης χρέους στην ευρωζώνης, η οποία απείλησε υπαρξιακά την συνοχή της.

Σαν σε ιδιωτικό ημερολόγιο και αποδίδοντας ρόλους, ευθύνες και πρωτοβουλίες σε όλους τους θεσμικούς πρωταγωνιστές της εποχής, η Άνγκελα Μέρκελ διατρέχει τους κορυφαίους σταθμούς της δημιουργίας των προγραμμάτων διάσωσης για τον ευρωπαϊκό Νότο, αρχής γενομένης από την Ελλάδα, στην αυτοβιογραφία της με τίτλο «Ελευθερία: Αναμνήσεις 1954-2021» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Αρχικά ανυποψίαστη, μετέχοντας τον Φεβρουάριο του 2010 σε μια άτυπη σύσκεψη στη βιβλιοθήκη Σολβέ, η τότε Γερμανίδα Καγκελάριος συνειδητοποιεί βαθμιαία, αλλά ταχύτατα το βαθμό επικινδυνότητας της δημοσιονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, αλλά και την δραματική εξέλιξη της ευρωζώνης, σε περίπτωση που οι χώρες του Νότου κατέρρεαν, αναλαμβάνοντας τα ηνία των προγραμμάτων διάσωσης, τα οποία, όπως περιγράφει, οικοδομήθηκαν βήμα βήμα και σχεδόν… χειροποίητα, μέσα σε αεροπλάνα, αίθουσες συσκέψεων, εστιατόρια και… χώρους μακιγιάζ.

Με διαρκή μέσα της την αίσθηση του κατεπείγοντος, η Άνγκελα Μέρκελ περιγράφει τα μνημόνια ως την «ύστατη λύση», ενώ αναστοχάζεται, σχεδόν αυτοκριτικά, λέγοντας πως «είχα όμως δίκιο; Πράγματι δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις που απλώς δεν είχαμε επιλέξει; Ότι υπάρχουν πάντα εναλλακτικές λύσεις στη ζωή είναι βέβαιο». Με τα εμπόδια, ωστόσο, να εγείρονται τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και στο εγχώριο (γερμανικό) επίπεδο, η κυρία Μέρκελ επέλεξε να συνδυάσει την οικονομική βοήθεια με ένα πακέτο επώδυνων διαρθρωτικών αλλαγών. «Το μόνο αληθές είναι πως δεν ήμουν πρόθυμη να βοηθήσω την Ελλάδα προτού παρουσιάσει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» αναφέρει χαρακτηριστικά, κατονομάζοντας ως μοναδικό της σύμμαχο στην κυβέρνησή της τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αν και ο τελευταίος έπεσε λιπόθυμος, στο άκουσμα του ποσού που θα κατέβαλε η Γερμανία για το ελληνικό πρόγραμμα.

Εκτός από την πλήρη κινητοποίηση όλων των επικεφαλής των θεσμικών ευρωπαϊκών οργάνων, ακλόνητος σύμμαχος στην προσπάθεια της Άνγκελα Μέρκελ να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους υπήρξε η Γαλλία, οι Πρόεδροι της οποίας υπεραμύνθηκαν της λογικής δημοσιονομικής στήριξης των χωρών του Νότου, ενώ από τις γραμμές των απομνημονευμάτων της πρώην Γερμανίδας Καγκελάριου δεν λείπουν και οι αναφορές στους τρεις Έλληνες Πρωθυπουργούς των μνημονίων. Για τον Γιώργο Παπανδρέου, η κυρία Μέρκελ εμφανίζεται δυσαρεστημένη από τους ρυθμούς αντίδρασής του, ενώ στις φειδωλές αναφορές της στην κυβέρνηση Σαμαρά, σημειώνει ότι απέτυχε των στόχων που είχαν τεθεί. Στον αντίποδα, η Άνγκελα Μέρκελ τοποθετείται με εγκωμιαστικό τρόπο απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα και την στρατηγική διαπραγμάτευσής του με τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές, περιγράφοντας πως «η πλειονότητα των Ελλήνων απέρριψε το πρόγραμμα, ήθελε ωστόσο να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Αυτό έδειξε η επανεκλογή του Τσίπρα στις νέες, πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015. Το ευρώ είχε αποδειχτεί ισχυρότερο».

Στο δρόμο προς το πρώτο μνημόνιο

Τίποτα, ωστόσο, δεν προμήνυε το τι θα ακολουθούσε τα επόμενα εννέα χρόνια, όταν η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ προσκλήθηκε σε μια μυστική σύσκεψη στη βιβλιοθήκη Σολβέ, στις Βρυξέλλες στις αρχές του Φεβρουαρίου 2010, προκειμένου να βολιδοσκοπηθούν οι προθέσεις όλων των εκφράσεων της ευρωπαϊκής ηγεσίας απέναντι στην υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας.

Όπως περιγράφει η ίδια, «τρεις μήνες αργότερα, την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010, ο Χέρμαν βαν Ρομπέι είχε προσκαλέσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων σε έκτακτη σύνοδο στις Βρυξέλλες. Ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου ήταν ο πρώτος πλήρους απασχόλησης πρόεδρος του Συμβουλίου της Ε.Ε. μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009. Στη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου το πρώτο εξάμηνο του 2007 είχαμε θέσει τις βάσεις για τη νέα αυτή συνθήκη, η οποία υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2007 στη Λισαβόνα, στη διάρκεια της πορτογαλικής προεδρίας. Η νέα συνθήκη αντικατέστησε τη Συνταγματική Συνθήκη που υπεγράφη μεν το 2004, αλλά δεν επικυρώθηκε λόγω δημοψηφισμάτων στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες την άνοιξη του 2005. Θεμελιώδη στοιχεία της Συνταγματικής Συνθήκης ενσωματώθηκαν στη Συνθήκη της Λισαβόνας – μεταξύ αυτών και ένας νέος τρόπος εργασίας για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στο εξής, μόνο οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων και ο πρόεδρος της Επιτροπής ήταν μέλη του Συμβουλίου, με επικεφαλής πλέον έναν πρόεδρο πλήρους απασχόλησης, αντί ενός από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της Ε.Ε., οι οποίοι εναλλάσσονταν κάθε έξι μήνες.

Μέρκελ: Πώς έφτιαξε τα ελληνικά μνημόνια - Η φιλοσοφία, η λιποθυμία Σόιμπλε και το ερώτημα περί εναλλακτικών λύσεωνO Σαρκοζί χαιρετά τη Μέρκελ τη δεύτερη μέρα της Συνόδου Κορυφής στις 17 Δεκεμβρίου 2010 στις Βρυξέλλες

Στις συνεδριάσεις συμμετείχε και ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, ο οποίος ήταν και αντιπρόεδρος της Επιτροπής, όχι όμως πλέον οι υπουργοί Εξωτερικών και οι συνεργάτες των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων.

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπέι μάς προσκάλεσε σε μια έκτακτη συνάντηση, για να γνωριστούμε καλύτερα και να συζητήσουμε τους στόχους μας επί της αρχής. Ειδικότερα, θα συζητούσαμε τη συνέχιση της στρατηγικής της Λισαβόνας, προκειμένου να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητά μας μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Για να τονιστεί ο ανεπίσημος χαρακτήρας της συνάντησης, δεν επρόκειτο να λάβει χώρα στο αποστειρωμένο κτίριο του Συμβουλίου, όπως συνήθως, αλλά στη βιβλιοθήκη Σολβέ, ένα μεγαλοπρεπές κτίριο που ανήγειρε ο Βέλγος βιομήχανος Έρνεστ Σολβέ στις αρχές του 20ού αιώνα, στις Βρυξέλλες. Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς. Την προηγούμενη ημέρα μού τηλεφώνησε στις δωδεκάμισι το μεσημέρι ο Νικολά Σαρκοζί. Ανήσυχος για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, πρότεινε μια συνάντηση σε κλειστό κύκλο με τον Χέρμαν βαν Ρομπέι, στο κτίριο του Συμβουλίου το πρωί της επομένης, πριν από την επίσημη συνάντηση στη βιβλιοθήκη Σολβέ, παρουσία και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ζαν-Κλοντ Τρισέ.

Ο Ούβε Κορσέπιους, σύμβουλός μου σε θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής, με είχε ήδη ενημερώσει πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βρισκόταν σε συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση για τον προϋπολογισμό της χώρας. Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, τον Οκτώβριο του 2009, η νέα κυβέρνηση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου διενήργησε ταμειακό έλεγχο και ενημέρωσε τους Έλληνες πολίτες ότι το έλλειμμα του ελληνικού προϋπολογισμού δεν ήταν 3,7% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, όπως είχε δηλωθεί την άνοιξη, αλλά 12,7%. Αυτό οδήγησε σε αύξηση των επιτοκίων των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Στα τέλη του 2009 ο Παπανδρέου ζήτησε τη συνδρομή του διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος-Καν, ο οποίος ωστόσο δήλωσε αναρμόδιος, καθώς η Ελλάδα ήταν μέρος μιας νομισματικής ένωσης, και τον παρέπεμψε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η τελευταία απαίτησε από την Ελλάδα να μειώσει το έλλειμμά της κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες το 2010. Ο Παπανδρέου συμφώνησε αρχικά, όμως δεν παρουσίασε κάποιο σχέδιο για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Στην τηλεφωνική μας συνομιλία είπα στον Σαρκοζί ότι δεν έβλεπα τι μπορούσαμε να κάνουμε για την Ελλάδα την επόμενη ημέρα. Πίστευα πως μια συνάντηση χωρίς σαφή στόχο θα ήταν αντιπαραγωγική, καθώς θα μπορούσε να προκαλέσει πρόσθετη αβεβαιότητα. Όμως ο Σαρκοζί επέμεινε και ανέφερε ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής Μπαρόζο και ο Βαν Ρομπέι συμμερίζονταν την άποψή του. Το τι ακριβώς είχε στο μυαλό του δεν μου ήταν σαφές. Άφησα το ενδεχόμενο της συμμετοχής μου ανοιχτό και υποσχέθηκα να επικοινωνήσω και με τους δύο. Το απόγευμα επικοινώνησα πρώτα τηλεφωνικά με τον Παπανδρέου, ο οποίος περιέγραψε μεν την κατάσταση στη χώρα του ως τεταμένη, δεν μου έδωσε ωστόσο την εντύπωση ότι έκρινε επείγουσα την ανάληψη δράσης. Ο Μπαρόζο και ο Βαν Ρομπέι, απεναντίας, όπως μου είπαν αργά το απόγευμα στο τηλέφωνο, συμμερίζονταν την άποψη του Σαρκοζί. Συμφώνησα λοιπόν να γίνει η συνάντηση, αν και δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη τι περίμενε εμένα, και κατά συνέπεια τη Γερμανία. Το επόμενο πρωί πήρα το αεροπλάνο για τις Βρυξέλλες, προσγειώθηκα λίγο πριν από τις δέκα και πήγα κατευθείαν στην έδρα του Συμβουλίου. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε μία από τις αίθουσες συνεδριάσεων του Βαν Ρομπέι. Όταν έφτασα, ο ίδιος, ο Μπαρόζο, ο Παπανδρέου, ο Σαρκοζί και ο Τρισέ ήταν ήδη εκεί. Καθένας από μας είχε τη δυνατότητα να έχει μαζί του στη σύσκεψη έναν συνεργάτη και έναν διερμηνέα. Για μένα τα πρόσωπα αυτά ήταν ο Ούβε Κορσέπιους και η διερμηνέας μας, Ντοροτέ Κάλτενμπαχ· ο Γενς Βάιντμαν και ο Ούλριχ Βίλχελμ, που είχαν επίσης έρθει μαζί μου στις Βρυξέλλες, βρίσκονταν σε μια διπλανή αίθουσα.

Μιλούσαμε αγγλικά μεταξύ μας – τουλάχιστον όσο ήταν εφικτό. Καθίσαμε σε πολυθρόνες, μας πρόσφεραν έναν καλό βελγικό εσπρέσο κι ένα ποτήρι νερό. Αν θυμάμαι καλά, ο Χέρμαν βαν Ρομπέι ζήτησε από τον Τρισέ να μιλήσει πρώτος. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ εξήγησε ότι τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων αυξάνονταν συνεχώς. Αυτό σήμαινε ότι το ελληνικό κράτος σύντομα δεν θα ήταν πλέον σε θέση να χρηματοδοτείται από την αγορά. Τα λεγόμενα spreads, δηλαδή η διαφορά επιτοκίου για την αγορά ενός ελληνικού και ενός γερμανικού κρατικού ομολόγου με την ίδια διάρκεια, ήταν ήδη γύρω στο 4%. Ο Τρισέ κατέληξε ως εξής: «Η Ελλάδα πρέπει να λάβει βοήθεια τώρα· αλλιώς δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η χώρα θα είναι την άνοιξη σε θέση να αντλήσει χρήματα από την κεφαλαιαγορά». Όπως και την προηγούμενη ημέρα, δεν μου ήταν ακόμη σαφές σε τι θα έπρεπε να συνίσταται η βοήθεια· περίμενα ν’ ακούσω τη συνέχεια. Ο Μπαρόζο δήλωσε πως συμμερίζεται την άποψη του Τρισέ, το ίδιο και ο Σαρκοζί.

Ο Γάλλος πρόεδρος αναφέρθηκε και στα μέτρα λιτότητας της Επιτροπής για την Ελλάδα: «Η εξοικονόμηση 4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ είναι ένας σίγουρος τρόπος για να ξεσπάσουν εξεγέρσεις στους δρόμους!» φώναξε οργισμένος. «Περισσότερες κρατικές δαπάνες χρειαζόμαστε τώρα, πάνω στην οικονομική κρίση, όχι λιγότερες! Η Ελλάδα πρέπει να βοηθηθεί!» Ρώτησα: «Σε τι πρέπει να συνίσταται η βοήθεια;» «Η Ελλάδα χρειάζεται χρήματα» απάντησε ο Τρισέ. Είχαμε φτάσει στην ουσία του θέματος. Η Ελλάδα χρειαζόταν χρήματα. Όλοι, εκτός από μένα και τον Παπανδρέου, έγνεψαν καταφατικά. Εντούτοις, ένας από τους σημαντικότερους όρους υπό τους οποίους πραγματοποιήθηκε η ένταξη της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση ήταν η ρήτρα μη διάσωσης, δηλαδή η υποχρέωση κάθε κράτους να επωμίζεται την αποπληρωμή των δικών του χρεών. Η ρήτρα αυτή ήταν κατοχυρωμένη στις Συνθήκες της Ε.Ε. Όλοι στην αίθουσα γνώριζαν τη νομική όψη του ζητήματος, όμως κανέναν δεν έδειχνε να τον απασχολεί. «Βεβαίως θέλω να συνδράμω κι εγώ, είμαστε μια κοινή ευρωζώνη» είπα σε διαλλακτικό τόνο. «Όμως χρήματα δεν μπορώ επ’ ουδενί να διαθέσω» έσπευσα να προσθέσω. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο Παπανδρέου δεν είχε πει ακόμη τίποτα, οπότε τον ρώτησα ευθέως: «Εσύ τελικά τι θέλεις;». Η απάντηση ήταν ότι δεν ήθελε τίποτα, αλλά πως η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ο Τρισέ επέμενε, και μάλιστα με αυξανόμενη ένταση, πως έπρεπε να δοθεί βοήθεια στην Ελλάδα, αλλιώς θα κινδύνευαν κι άλλες χώρες της ευρωζώνης με υψηλά επίπεδα χρέους. Ο Μπαρόζο, που γνώριζε πολύ καλά την κατάσταση στην πατρίδα του την Πορτογαλία, συμφώνησε. Προτίμησα να συνεχίσω στα γερμανικά, παρακάλεσα την Ντοροτέ Κάλτενμπαχ να μεταφράζει στα αγγλικά. Ήθελα να είμαι ακριβής. «Δεν μπορώ να διαθέσω χρήματα, διότι δεν μπορώ να συμμετέχω στην παραβίαση των Συνθηκών. Το συνταγματικό δικαστήριό μας έχει αποφανθεί σαφώς επ’ αυτού. Ισχύει η ρήτρα μη διάσωσης της Συνθήκης της Λισαβόνας. Αρνούμαι να παραβιάσω τον νόμο, έχοντας πλήρη επίγνωση των κινδύνων» είπα ξεκαθαρίζοντας πλέον απερίφραστα τη θέση μου κι ενώ με τριγύριζε και μια άλλη σκέψη: Όλοι εδώ θέλουν κάτι από σένα. Γιατί κανείς δεν πιέζει την Ελλάδα να κάνει οικονομίες;

Μέρκελ: Πώς έφτιαξε τα ελληνικά μνημόνια - Η φιλοσοφία, η λιποθυμία Σόιμπλε και το ερώτημα περί εναλλακτικών λύσεωνΟ Σαρκοζί, ο Παπανδρέου και η Μέρκελ κατά τη διάρκεια συνάντησης στις 21Ιουλίου 2010 στις Βρυξέλλες

«Πότε θα παρουσιάσεις στην Επιτροπή τα σχέδιά σου για την εξοικονόμηση των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ;» ρώτησα τον Παπανδρέου. «Αυτό προέχει αυτή τη στιγμή, προκειμένου να περάσεις στις χρηματαγορές το μήνυμα ότι μπορούν να σας εμπιστευτούν ξανά». Ο Παπανδρέου απάντησε ότι χρειάζεται χρόνο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Εν μέσω αυτής της ασφυκτικής πίεσης να γίνει κάτι για την κατάσταση, ο ίδιος συμπεριφερόταν σαν να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά του. Μιλούσαμε έντονα και ταυτόχρονα, μιλούσαμε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Οι διερμηνείς μετά βίας προλάβαιναν να μας ψιθυρίζουν τα λεγόμενά μας στο αυτί. Αναζήτησα με το βλέμμα τον Κορσέπιους, που καθόταν πίσω μου, και συμπέρανα από το δικό του πως το σωστό ήταν να μην πω τίποτα.

Όλο αυτό συνεχίστηκε για δύο ώρες γεμάτες, μέχρι που ο Χέρμαν βαν Ρομπέι πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Είχε προφανώς αποκομίσει την εντύπωση ότι κάθε επιχείρημα είχε εκτεθεί διεξοδικά τουλάχιστον μία φορά και ότι η συζήτηση έκανε κύκλους. «Σε αυτή την κατάσταση, δεν μπορούμε να φύγουμε από την αίθουσα χωρίς μια γραπτή ενημέρωση του κοινού σχετικά με το αποτέλεσμα. Πάνω σ’ αυτό πρέπει να δουλέψουμε τώρα» εξήγησε ήρεμα, υπενθυμίζοντάς μας ότι οι συνάδελφοί μας περίμεναν στη βιβλιοθήκη Σολβέ. Είχε απόλυτο δίκιο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που αναγνώρισα και εκτίμησα το μεγάλο του χάρισμα να συνοψίζει αμφιλεγόμενες συζητήσεις, και μάλιστα σε συναινετικό τόνο. Αυτό επρόκειτο να γίνει το σήμα κατατεθέν της προσωπικότητάς του στη διάρκεια της πενταετούς θητείας του ως προέδρου του Συμβουλίου.

Αναγνωρίσαμε ότι όλα τα μέλη της ευρωζώνης έφεραν από κοινού την ευθύνη για την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε αυτήν και συμφωνήσαμε σε πέντε σημεία: Καλέσαμε την Ελλάδα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για τη μείωση του χρέους της. Ζητήσαμε από το Συμβούλιο των Ευρωπαίων Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών να εγκρίνει στη συνεδρίασή του στις 16 Φεβρουαρίου 2010, δηλαδή σε πέντε ημέρες, τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που θα προτείνει στο μεταξύ η Ελλάδα. Η Επιτροπή θα παρακολουθούσε στενά την εφαρμογή των μέτρων στην Ελλάδα από κοινού με την ΕΚΤ, αξιοποιώντας την εμπειρία του ΔΝΤ. Έκρινα σημαντική τη συμμετοχή του ΔΝΤ: οι έμπειροι συνεργάτες του θα αξιολογούσαν τις ελληνικές προτάσεις πιο αμερόληπτα απ’ ό,τι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα· θεωρούσα πράγματι υπαρκτό το ενδεχόμενο μιας υπερβολικής επιείκειας απέναντι στην Ελλάδα, κι αυτό με ανησυχούσε. Επίσης, δηλώσαμε στο κείμενο ότι, σε περίπτωση κινδύνου για τη σταθερότητα της ευρωζώνης συνολικά, τα μέλη της ευρωζώνης θα αναλάμβαναν στοχευμένη και συντονισμένη δράση. Καταλήξαμε δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν είχε ζητήσει ακόμη οικονομική βοήθεια. Όλα αυτά μπορούσα να τα υπογράψω. Ο Χέρμαν βαν Ρομπέι είχε φιλτράρει με ενστικτώδη βεβαιότητα το υλικό της κοκορομαχίας, αναδεικνύοντας αυτό το κάτι που μας συνέδεε θετικά».

Η φιλοσοφία της διάσωσης

Η πρώην Γερμανίδα Καγκελάριος αναπαριστά με έντονη γλαφυρότητα τις στιχομυθίες ανάμεσα σε κορυφαίους ευρωπαϊκούς παράγοντες, αλλά και το βαθμό αντίδρασής τους κάθε φορά, σε μια λύση και διασφάλιση της ευρωζώνης που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά και σχεδόν… «πειραματικά», καθώς παρέμενε επί καιρό άγνωστο αν το ελληνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να υλοποιηθεί, αφού πρώτα Βερολίνο και Βρυξέλλες έβρισκαν τα απαιτούμενα χρήματα.

«Όπως φάνηκε στην πορεία, εκείνο το πρωινό του Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες είχαμε ήδη αποτυπώσει στο χαρτί όλη τη φιλοσοφία της διάσωσης του ευρώ. Τα κράτη-μέλη έπρεπε να λαμβάνουν στο εσωτερικό τους τα απαραίτητα μέτρα, τα οποία θα αξιολογούσαν η Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ – τα τρία θεσμικά όργανα που επρόκειτο να ονομαστούν τρόικα. Κανένα κράτος δεν θα αναλάμβανε το χρέος άλλου κράτους-μέλους της ευρωζώνης, όμως όλα μαζί θα συνέβαλλαν από κοινού στη διασφάλιση της σταθερότητάς της εντός της. Η κοινή δράση ως έσχατη λύση, ως ultima ratio. Σε αυτή τη βάση ήμουν σε θέση να εργαστώ, διότι και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε συνδέσει τη συμμετοχή της Γερμανίας στη νομισματική ένωση με τη σταθερότητά της. Αντίστροφα, αυτό σήμαινε ότι και η Γερμανία έπρεπε να κάνει το κατά δύναμιν για να διασφαλίσει τη σταθερότητα, χωρίς ωστόσο να αναλαμβάνει χρέη άλλων.

Το κείμενο περιέγραφε την πορεία που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν όλοι από κοινού. Ταυτόχρονα, ήταν αρκετά γενικό ώστε να αφήνει επαρκή περιθώρια ελιγμών για μελλοντικές εξελίξεις. Αυτή ήταν η διπλωματία στα καλύτερά της. Ήμουν ενθουσιασμένη. Έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση, φτάσαμε τελικά μαζί με τους άλλους στην εμβληματική, ιστορική αίθουσα της βιβλιοθήκης Σολβέ. Η διάθεση των ομολόγων μας που περίμεναν εκεί ήταν κακή. Ο Χέρμαν βαν Ρομπέι ενημέρωσε τη μεγάλη ομάδα σχετικά με τη συζήτησή μας στη μικρή ομάδα. Όλοι ενέκριναν το κείμενο. Το θέμα χάριν του οποίου συγκλήθηκε αυτή η έκτακτη σύνοδος της Ε.Ε., δηλαδή η συνέχιση της στρατηγικής της Λισαβόνας με στόχο τη βελτίωση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέλαβε ελάχιστο από τον χρόνο μας.

Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, το ευρώ είχε πλέον πρόβλημα. Τα εκτεταμένα προ γράμματα τόνωσης της οικονομίας που είχαμε ορθώς υιοθετήσει ήταν ωστόσο εν μέρει υπεύθυνα γι’ αυτό. Τώρα είχαμε μια κρίση δημόσιου χρέους σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης. Ο Νικολά Σαρκοζί κι εγώ αποφασίσαμε να εμφανιστούμε μαζί στον Τύπο στο τέλος της συνεδρίασης του Συμβουλίου. Από τη δριμεία αντιπαράθεση, περάσαμε πάλι στη μεγάλη εγγύτητα – αυτή τη φορά ομολογουμένως με τη βοήθεια του Χέρμαν βαν Ρομπέι. Θεωρήσαμε ότι αυτό ήταν ένα σημαντικό μήνυμα που έπρεπε να στείλουμε στο κοινό.

Μέρκελ: Πώς έφτιαξε τα ελληνικά μνημόνια - Η φιλοσοφία, η λιποθυμία Σόιμπλε και το ερώτημα περί εναλλακτικών λύσεων

Ταξίδι προς την Ιθάκη

Επιστρέφοντας στο Βερολίνο, έπρεπε να συμφιλιώσω την κυβέρνησή μου και τα κόμματα του συνασπισμού με το γεγονός ότι λιγότερο από τέσσερις μήνες μετά την έναρξη της κυβέρνησης τέθηκε στην ημερήσια διάταξη ένα θέμα που δεν είχε παίξει κανέναν ρόλο στις διαπραγματεύσεις του συνασπισμού. Όταν αναφέρθηκα στις ελληνικές δυσκολίες, ο σκεπτικισμός ήταν αισθητός, ειδικά μεταξύ των βουλευτών. Ξαναζωντάνεψαν όλοι οι παμπάλαιοι φόβοι της εποχής που ο Χέλμουτ Κολ εισήγαγε το ευρώ. Ακόμα και τότε, πολλοί δεν πίστευαν ότι το ευρώ θα ήταν σταθερό όσο το γερμανικό μάρκο. Η προθυμία να βοηθηθεί η Ελλάδα ήταν ισχνή. Η μόνη μας επιλογή –εννοώ για τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κι εμένα, αλλά και για ολόκληρο τον συνασπισμό– ήταν τα διμερή δάνεια για την Ελλάδα σε συνδυασμό με έντοκα δάνεια από το ΔΝΤ. Σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα επαναληφθεί εντός της Ε.Ε. το φαινόμενο εσφαλμένων δηλώσεων σχετικά με το έλλειμμα μιας χώρας. Έπρεπε επίσης να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα ορισμένων μελών της ευρωζώνης. Η φιλοσοφία μας ήταν: βοήθεια ναι, αλλά μόνο σε συνδυασμό με μέτρα για τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ισχύος της συγκεκριμένης χώρας. Η λύση του προβλήματος δεν σήκωνε πρόχειρα μπαζώματα· το κακό έπρεπε να αντιμετωπιστεί στη ρίζα του. Έως τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης και 26ης Μαρτίου 2010 η Ελλάδα δεν είχε ακόμη υποβάλει ικανοποιητικές προτάσεις για εξοικονόμηση πόρων και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Σε μια κυβερνητική δήλωση στις 25 Μαρτίου 2010 είπα μεταξύ άλλων το εξής: «Καλός Ευρωπαίος δεν είναι απαραίτητα αυτός που σπεύδει να βοηθήσει. Καλός Ευρωπαίος είναι όποιος σέβεται τις ευρωπαϊκές Συνθήκες και τους αντίστοιχους εθνικούς νόμους και φροντίζει ώστε η συνδρομή του προς μια τρίτη χώρα να μη διαταράσσει τη σταθερότητα της ευρωζώνης».

Το προηγούμενο βράδυ είχα μια τηλεφωνική επικοινωνία με τον επικεφαλής του ΔΝΤ Στρος-Καν, ο οποίος είχε διατρανώσει την προοπτική συμμετοχής του ΔΝΤ σε ένα πιθανό πρόγραμμα για την Ελλάδα. Στη συνέχεια τηλεφώνησα στον Σαρκοζί, με τον οποίο συμφωνήσαμε επί της αρχής για διμερή δάνεια για την Ελλάδα από όλα τα μέλη της ευρωζώνης με τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έλαβε τη σχετική απόφαση στις 25/26 Μαρτίου 2010. Λίγο περισσότερο από δύο εβδομάδες αργότερα, στις 11 Απριλίου 2010, η ομάδα των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης (Eurogroup), δηλαδή των χωρών με νόμισμα το ευρώ, ενέκρινε ένα λεπτομερειακό πρόγραμμα για την Ελλάδα: 30 δισεκατομμύρια διμερή δάνεια από τις χώρες της ευρωζώνης και άλλα 15 δισεκατομμύρια ευρώ από το ΔΝΤ. Η μόνη δυσκολία: η Ελλάδα δεν είχε ζητήσει ακόμη οικονομική στήριξη. Η συνθήκη αυτή άλλαξε στις 23 Απριλίου 2010, ημέρα που ανακοινώθηκε ότι το ελληνικό έλλειμμα θα ξεπερνούσε το 15%, με αποτέλεσμα την περαιτέρω άνοδο των spreads. Η Ελλάδα κινδύνευε πλέον να χάσει την πρόσβασή της στις αγορές προκειμένου να δανειστεί.

Εκείνη την περίοδο ο πρωθυπουργός Παπανδρέου απουσίαζε από την Αθήνα. Βρέθηκε λοιπόν στην ανάγκη να προβεί σε μια δημόσια δήλωση για την κατάσταση στη χώρα του από το Καστελόριζο, ένα νησάκι κοντά στις τουρκικές ακτές. Κάτω από τον λαμπρό ήλιο, με φόντο το γραφικό λιμάνι, ο Έλληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε πως ήταν έτοιμος να υποβάλει άμεσα αίτημα βοήθειας στο Eurogroup και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Προετοίμασε τους συμπολίτες του για μια δύσκολη περίοδο, μίλησε για μια νέα Οδύσσεια και έκλεισε το διάγγελμά του με την εξής δραματική διατύπωση: «Ξέρουμε τον δρόμο για την Ιθάκη και έχουμε χαρτογραφήσει τα νερά». Αναφερόταν στον Οδυσσέα, ο οποίος περιπλανήθηκε για δέκα χρόνια μετά τη μάχη της Τροίας, έχασε όλους τους συντρόφους του και επέστρεψε στο νησί του, την Ιθάκη, μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Χρειάστηκε να φτάσουμε στις αρχές Μαΐου του 2010 για να συμφωνήσει η τρόικα στους όρους του προγράμματος της πρώτης βοήθειας για την Ελλάδα.

«Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στη βοήθεια που πρέπει να χορηγηθεί στην Ελλάδα προκειμένου να διασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ. Κατά συνέπεια, ενεργώντας τώρα προστατεύουμε το νόμισμά μας» ανέφερα στην κυβερνητική μου δήλωση για το πρόγραμμα στην Μπούντεσταγκ, την Τετάρτη 5 Μαΐου 2010, ενώ στη συνέχεια πρόσθεσα το εξής: «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν καταστήσει σαφές ότι η άμεση βοήθεια είναι η έσχατη λύση για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ συνολικά». Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, πρόκειται για την ύστατη λύση: την ίδια διατύπωση είχα χρησιμοποιήσει τουλάχιστον ένα χρόνο νωρίτερα, στις 18 Φεβρουαρίου 2009, σχολιάζοντας την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου να κρατικοποιήσει την τράπεζα HRE.

Η κρατικοποίηση προέβλεπε την απαλλοτρίωση (κούρεμα) των επενδυτών ως έσχατη λύση. «Έχουμε ζυγίσει την κατάσταση προσεκτικά. Πιστεύω πως αυτή η λύση είναι αναπόδραστη· δεν υπάρχει εναλλακτική» είχα πει και τότε. Και στις δύο περιπτώσεις προσπάθησα να εξηγήσω ότι οι αποφάσεις μας δεν αποσκοπούσαν απλώς στην αποτροπή της κατάρρευσης μιας τράπεζας ή μιας χώρας της ευρωζώνης, αλλά ότι εξυπηρετούσαν έναν πρωταρχικό στόχο: την προστασία του κοινού νομίσματος συνολικά, την προστασία των αποταμιεύσεων των πολιτών, τη διατήρηση του τραπεζικού κλάδου ως προϋπόθεση για την προστασία της πραγματικής οικονομίας, η οποία με τη σειρά της ήταν προϋπόθεση για τη διατήρηση εκατομμυρίων θέσεων εργασίας.

Μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορούσαν να γίνουν κατανοητές οι αποφάσεις μας, και μόνο σε αυτό το πλαίσιο ήταν αναπόφευκτες, δεν υπήρχε δηλαδή εναλλακτική λύση· αυτή ήταν η έσχατη λύση, η ultima ratio. Βεβαίως, αποτελούσαν μια πράξη εξισορρόπησης στην κοινωνική μας οικονομία της αγοράς, τόσο σε οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό όσο και σε νομικό επίπεδο. Έπρεπε να δείξουμε ότι είχαμε πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος όχι μόνο ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, αλλά και κυρίως σε μια κυβερνητική δήλωση της ομοσπονδιακής καγκελάριου. Είχα όμως δίκιο; Πράγματι δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις που απλώς δεν είχαμε επιλέξει; Ότι υπάρχουν πάντα εναλλακτικές λύσεις στη ζωή είναι βέβαιο. Αν δούμε τα πράγματα στην ακραία τους διάσταση, ακόμα και το άλμα από τη στέγη είναι μια εναλλακτική λύση – μια εναλλακτική λύση απέναντι στη ζωή.

Αν δούμε τα πράγματα στην ακραία τους διάσταση, η κατάρρευση των τραπεζών IKB και HRE, αλλά και το τέλος του ευρώ θα ήταν επίσης μια εναλλακτική λύση· όμως εγώ ήμουν πεπεισμένη ότι για μια χώρα όπως η Γερμανία, για τη μεγαλύτερη δηλαδή οικονομία της Ευρώπης, στην καρδιά αυτής της ηπείρου με πάνω από 80 εκατομμύρια ανθρώπους, αυτό δεν ήταν μια σοβαρή εναλλακτική λύση. Το 2009, όπως και το 2010, δέχτηκα σκληρή κριτική για την επιλογή της φράσης «καμία εναλλακτική λύση». Οι σχολιαστές με επέκριναν για αυταρχισμό. Πως, αντί να εξηγήσω τα πράγματα με κάθε λεπτομέρεια, επέλεξα να ταμπουρωθώ ενάντια σε όλα τα αντεπιχειρήματα και να δώσω οδηγίες του τύπου «φάε ή ψόφα». Η πρόθεσή μου ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ακριβώς επειδή είχα επίγνωση της ασυνήθιστης εμβέλειας των αποφάσεων, χρειάστηκε να διατυπώσω και αυτή τη διάσταση των πραγμάτων. Ωστόσο, από τη στιγμή εκείνη κι ύστερα, για να είμαι απόλυτα βέβαιη πως τα λεγόμενά μου ήταν κατανοητά, κάθε φορά που μιλούσα για τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, έλεγα πως δεν υπάρχει λογική εναλλακτική λύση – πρόσθεσα δηλαδή κάτι που ήταν έτσι κι αλλιώς αυτονόητο.

Μέρκελ: Πώς έφτιαξε τα ελληνικά μνημόνια - Η φιλοσοφία, η λιποθυμία Σόιμπλε και το ερώτημα περί εναλλακτικών λύσεωνΗ Μέρκελ συζητά με τον Σόιμπλε στο γερμανικό κοινοβούλιο τον Δεκέμβριο του 2010, πριν την κρίσιμη σύνοδο κορυφής που επικεντρώθηκε στην κρίση χρέους

Την Παρασκευή 7 Μαΐου 2010 η Μπούντεσταγκ πραγματοποίησε τη δεύτερη και τρίτη ανάγνωση του νομοσχεδίου για τη διάσωση της Ελλάδας. Η χώρα έλαβε έως 80 δισεκατομμύρια διμερή δάνεια και 30 δισεκατομμύρια δάνεια από το ΔΝΤ εντός τριών ετών, με το μερίδιο της Γερμανίας στα δάνεια να ανέρχεται συνολικά σε 22,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Σε αντάλλαγμα, έπρεπε να προβεί σε σκληρές περικοπές στον προϋπολογισμό και να αποφασίσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πείσω την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών ομάδων του συνασπισμού να ψηφίσει υπέρ. Στην προσπάθειά μου να πείσω τη δική μου κοινοβουλευτική ομάδα για τα πλεονεκτήματα του προγράμματος, υποσχέθηκα πως αυτή η βοήθεια στην Ελλάδα θα παρέμενε μια ενέργεια της κατηγορίας «κατ’ εξαίρεση»· οι εξελίξεις που ακολούθησαν σύντομα με διέψευσαν ως προς τη δήλωσή μου αυτή. Τα πνεύματα στο κοινοβούλιο άναψαν με αφορμή τη διεξαγωγή εκλογών δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Μαΐου 2010, στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Η αντιπολίτευση ισχυρίστηκε ότι έκανα το παν για να αποτρέψω την έγκριση του ελληνικού πακέτου διάσωσης πριν από τις εκλογές, και άρα τη δυσφορία της κοινής γνώμης. Αυτά είναι ανόητα πράγματα· η σοβαρότητα της κατάστασης στην Ευρώπη δεν μου επέτρεπε να κάνω τέτοιους υπολογισμούς. Το μόνο αληθές είναι πως δεν ήμουν πρόθυμη να βοηθήσω την Ελλάδα προτού παρουσιάσει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.

Όμως υπήρχε και συνέχεια. Εν μέσω της διαβούλευσης στην Μπούντεσταγκ την Παρασκευή εκείνη με αντικείμενο τη βοήθεια προς την Ελλάδα, έλαβα ένα μήνυμα από το γραφείο μου ότι ο Νικολά Σαρκοζί επέμενε να μου μιλήσει κατεπειγόντως. Έφυγα από την αίθουσα της ολομέλειας, πήγα στο γραφείο μου και ζήτησα να με συνδέσουν. Εμφανώς ταραγμένος, ο Σαρκοζί αναφέρθηκε στην αύξηση των πορτογαλικών και των ισπανικών spreads και τον κίνδυνο μετάδοσης σε όλη την ευρωζώνη, καθώς και για τις αναταράξεις στα χρηματιστήρια. Ορισμένοι παράγοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές κερδοσκοπούσαν κατά του ευρώ. Ο Σαρκοζί απέδωσε την εξέλιξη αυτή και στη γερμανική διστακτικότητα. Μου ζήτησε, λοιπόν, στη συνάντηση των μελών της ευρωζώνης, που έτσι κι αλλιώς ήταν προγραμματισμένη για το βράδυ στις Βρυξέλλες, όχι μόνο να υιοθετηθεί το ελληνικό πρόγραμμα, αλλά και να διατρανώσουμε ξανά την απόφασή μας να κάνουμε το παν για τη διασφάλιση της σταθερότητας του ευρώ συνολικά, δηλαδή της ευρωζώνης. Κάτι συγκεκριμένο ως προς το τι σήμαινε αυτό το «να κάνουμε το παν» δεν είπε. Απάντησα ότι η απόλυτη προτεραιότητά μου εκείνο το πρωί ήταν η έγκριση του ελληνικού προγράμματος στη γερμανική Μπούντεσταγκ, ώστε να μην επιδεινωθεί κι άλλο η αναταραχή στις αγορές.

Μετά το τηλεφώνημα επέστρεψα στην αίθουσα της ολομέλειας και συνέχισα να παρακολουθώ τη συζήτηση, ενώ το μυαλό μου δούλευε εντατικά. Η συζήτηση θα συνεχιζόταν το βράδυ στις Βρυξέλλες, η διάσωση του ευρώ δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί – αυτό ήταν σαφές, όχι όμως και μια εφικτή λύση του προβλήματος. Δεν είχα τίποτα στα χέρια μου που θα μπορούσα –πόσο μάλλον θα όφειλα– να είχα γνωστοποιήσει στους βουλευτές πριν από την ψηφοφορία. Εκ των υστέρων ωστόσο, κάποιοι, ιδίως μέλη της αντιπολίτευσης, με κατηγόρησαν για απόκρυψη σημαντικών πληροφοριών από το κοινοβούλιο την Παρασκευή εκείνη. Όχι, δεν υπήρξε καμία απόκρυψη· το γεγονός ότι η Μπούντεσταγκ υιοθέτησε το πρωί ένα πρόγραμμα που το βράδυ στις Βρυξέλλες αποτελούσε κάτι σαν υποσημείωση στο περιθώριο ενός κειμένου εξέφραζε απλώς τη δυναμική της κατάστασης.»

Η αφήγηση – ποταμός της πρώην Γερμανίδας Καγκελάριου κορυφώνεται, όταν πλέον δημιουργείται το ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αλλά κλιμακώνεται απότομα στις Κάννες, οι οποίες οδήγησαν, όπως διαφάνηκε, στην παραίτηση του Γιώργου Παπανδρέου.

Αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει η Ευρώπη

«Η συνάντηση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ευρωζώνης στις Βρυξέλλες άρχισε γύρω στις 6.15 μ.μ. με προκαταρκτικές συζητήσεις σε μικρές ομάδες. Έγινε σαφές ότι τα διμερή δάνεια για άλλες μεμονωμένες χώρες δεν θα μπορούσαν να ανακόψουν τη διάχυση της κερδοσκοπικής δραστηριότητας. Όπως και στη χρηματοπιστωτική κρίση, έτσι και τώρα υπήρχε ανάγκη κάποιας μορφής μηχανισμού που θα βοηθούσε να τεθεί το πρόβλημα συνολικά υπό έλεγχο. Εν προκειμένω, για παράδειγμα, θα πρόσφερε τη δυνατότητα σε κάθε χώρα που αντιμετώπιζε δυσκολίες να έχει πρόσβαση σε βοήθεια. Ωστόσο, κανείς δεν ήταν σε θέση να πει πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια τέτοια κατασκευή. Συμφωνήσαμε μόνο ότι έπρεπε να δράσουμε γρήγορα. Τη Δευτέρα το πρωί, με το άνοιγμα των ασιατικών χρηματιστηρίων, έπρεπε τα πράγματα να έχουν ξεκαθαρίσει.

Κανονίσαμε να συναντηθούν οι υπουργοί Οικονομικών μας την Κυριακή 9 Μαΐου 2010, νωρίς το απόγευμα, στις Βρυξέλλες, για να επεξεργαστούν τις λεπτομέρειες. Ωστόσο, είχα επίσης επίγνωση της κατάστασης που επικρατούσε στον συνασπισμό μου και γνώριζα πόσο δύσκολο θα ήταν να αποφασίσουμε για περαιτέρω μέτρα διάσωσης. Την απόφαση αυτή δεν μπορούσα να την αφήσω στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε· έπρεπε να επιληφθώ εγώ προσωπικά. Ως το απόγευμα της Κυριακής έπρεπε να είναι σαφές ποιο θα ήταν το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης. Τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Πώς θα το δια χειριστείς τώρα αυτό; σκέφτηκα. Από τις Βρυξέλλες δεν θα έχεις επιστρέψει πριν από τα μεσάνυχτα, το επόμενο πρωί πρέπει να μιλήσεις στην τελευταία προεκλογική εκδήλωση του CDU της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στο Πάντερμπορν και το μεσημέρι έχεις την υποδοχή του Καναδού πρωθυπουργού Στίβεν Χάρπερ. Ο Καναδάς είχε την προεδρία της G8. Το απόγευμα έχεις την πτήση για Μόσχα και την πρόσκληση του προέδρου Μεντβέντεφ να παραστείς στη στρατιωτική παρέλαση το πρωί της Κυριακής για τον εορτασμό της 65ης επετείου από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επιστρέφοντας στο Βερολίνο την Κυριακή, οι υπουργοί Οικονομικών θα συσκέπτονται ήδη στις Βρυξέλλες. Δεν έχεις περιθώριο ούτε να σκεφτείς το θέμα σε βάθος ούτε να ενημερώσεις έγκαιρα τον Σόιμπλε, αν σου έρθει κάποια έμπνευση για τη λύση του προβλήματος. Χρειαζόμουν χρόνο για να μιλήσω με τον Βάιντμαν και τον Κορσέπιους και να κάνω έναν σχεδιασμό για τις επόμενες κινήσεις μας. Μιας και το ταξίδι στη Μόσχα δεν μπορούσε να ακυρωθεί, η λύση ήταν μία: να με συνοδεύσουν στη Μόσχα οι δυο τους – πέρα από τον Ούλριχ Βίλχελμ και τον Κρίστοφ Χόισγκεν, που ήταν προγραμματισμένο να ταξιδέψουν μαζί μου έτσι κι αλλιώς. Έτσι, θα είχαμε χρόνο να κουβεντιάσουμε στη διάρκεια της πτήσης, αλλά και το βράδυ στη Μόσχα.

Στην πτήση της επιστροφής από τις Βρυξέλλες στο Βερολίνο συζήτησα τα πάντα και με τους δύο, οι οποίοι συμφώνησαν αμέσως, και με τη Σιμόν Λέμαν-Τσβίνερ, η οποία στη διάρκεια της νύχτας προσάρμοσε τα σχέδια για το ταξίδι στη Μόσχα. Το Σάββατο 8 Μαΐου 2010 το αεροσκάφος απογειώθηκε από το Βερολίνο στις 4.30 μ.μ. και στις 9.30 μ.μ. φτάσαμε στο ξενοδοχείο Baltschug Kempinski της Μόσχας. Το ξενοδοχείο αυτό, που εγκαινιάστηκε το 1992, ήταν το πρώτο νεόδμητο ξενοδοχείο πέντε αστέρων μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Σιμόν Λέμαν-Τσβίνερ μάς είχε κρατήσει τραπέζι στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για το δείπνο. Το παράθυρο κοντά στο τραπέζι μάς πρόσφερε θέα στον ποταμό Μόσκοβα, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Βασιλείου και στο φωτισμένο Κρεμλίνο. Συνεχίσαμε τη συζήτηση που είχαμε αρχίσει στο αεροπλάνο, απολαμβάνοντας μοσχάρι στρογκανόφ.

Εξετάσαμε το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ποιες χώρες κινδύνευαν; Τι διάρκεια θα είχε η κρίση; Πρόσφεραν κάτι η πρόσφατη εμπειρία και οι πρωτοβουλίες μας για τη διάσωση των τραπεζών; Αφού σπάσαμε αρκετή ώρα, μάταια, το κεφάλι μας, αποσύρθηκε καθένας στο δωμάτιό του. Λύση δεν διαφαινόταν ακόμη καμιά. Το επόμενο πρωί συναντηθήκαμε για πρόγευμα στις 7.30 π.μ. Βαρύθυμη εμφανίστηκα στο τραπέζι· δεν ήξερα ακόμη ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο βήμα.

Ήρθε κι ο Βάιντμαν, χαιρέτησε την ομήγυρη και μας ανακοίνωσε πως έπειτα από πολλή σκέψη στη διάρκεια της νύχτας κατέληξε κάπου: είχε υπολογίσει τη συνολική αξία των κρατικών ομολόγων που έπρεπε να μετακυλίσουν τα επόμενα δύο χρόνια οι χώρες που απειλούνταν από την κερδοσκοπική δραστηριότητα, δηλαδή η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία. Κατά τη γνώμη του, έπρεπε να καταρτιστεί ένα πρόγραμμα διάσωσης που θα εξασφάλιζε ακριβώς αυτή την αξία. Κατέληξε σε ένα ποσό της τάξης των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι χώρες θα αποκτούσαν πρόσβαση στον μηχανισμό διάσωσης μόνο αν δεσμεύονταν να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις. Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό μου. Αυτή θα μπορούσε πράγματι να είναι η λύση. «Γενς, αυτό ακούγεται πράγματι λογικό» είπε ο Ούβε Κορσέπιους. Συμφωνήσαμε γρήγορα να συζητήσουμε την πρόταση του Βάιντμαν με βασικούς παράγοντες στην Ευρώπη και, κυρίως, με τον υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε. Ζήτησα από τον Βάιντμαν να τηλεφωνήσει πρώτα στον Τρισέ, να μάθει αν θα συμφωνούσε. Έλαβα τη θετική απάντηση πριν κιόλας απ’ το ταξίδι μου στη Μόσχα. Είχα ακόμη χρόνο να τηλεφωνήσω στον Σόιμπλε. Έπειτα από έναν φευγαλέο αναστεναγμό λόγω του σοκ που του προκάλεσε το τεράστιο νούμερο των 750 δισ. ευρώ, συμφώνησε πως το σκεπτικό αυτό έβγαζε νόημα.

Ενώ εγώ παρακολουθούσα τη στρατιωτική παρέλαση στο Κρεμλίνο, ο Βάιντμαν και ο Κορσέπιους μιλούσαν στο τηλέφωνο με τους Γάλλους συναδέλφους τους και με το επιτελείο του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, τότε προέδρου του Eurogroup, καθώς και με τον Μπαρόζο και τον Βαν Ρομπέι. Στην πτήση της επιστροφής από τη Μόσχα στο Βερολίνο, μου είπαν ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για το σχέδιό μας. Από το Βερολίνο πλέον, τηλεφώνησα στον Νικολά Σαρκοζί πριν από την έναρξη της συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών και του ανακοίνωσα προσωπικά την πρότασή μας. Ο Σαρκοζί εξεπλάγη ευχάριστα. Σκέφτηκε, φαίνεται, πως η Γερμανία αποφάσισε επιτέλους να βάλει το χέρι στην τσέπη και υποσχέθηκε πως ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών θα υποστήριζε τον Σόιμπλε στις διαπραγματεύσεις. Λίγο αργότερα ο Βάιντμαν με ενημέρωσε τηλεφωνικά πως ο Σόιμπλε είχε ένα λιποθυμικό επεισόδιο και μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο των Βρυξελλών. Του είχε μεταφέρει τα νέα ο Γεργκ Άσμουσεν.

Απ’ ό,τι φάνηκε σύντομα, η κατάστασή του δεν ήταν απειλητική για τη ζωή του, όμως θα διανυκτέρευε στο νοσοκομείο. Ήταν η απόλυτη καταστροφή. Ποιος θα διαπραγματευόταν τώρα για λογαριασμό της Γερμανίας; Ο Άσμουσεν δεν θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει. Χρειαζόμουν μια πολιτική διάνοια που θα μπορούσε να πάρει τη θέση του Σόιμπλε. Έπειτα από σύντομη σκέψη, κατέληξα στο ότι μόνο ένα πρόσωπο ήταν κατάλληλο γι’ αυτή τη δουλειά: ο υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ, ο οποίος είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες ως επικεφαλής της ομοσπονδιακής καγκελαρίας στη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αυτόν μπορούσα να τον εμπιστευτώ απόλυτα.

Εξέθεσα στον Γκίντο Βεστερβέλε και τον υπουργό Οικονομικών του FDP Ράινερ Μπρίντερλε την προσέγγισή μου, καθώς και όσα ειπώθηκαν στη διάσκεψη στις Βρυξέλλες. Ο Μπρίντερλε, ο οποίος σύμφωνα με τους κανόνες εκπροσώπησης της γερμανικής κυβέρνησης έπρεπε εκείνος να εκπροσωπήσει τον Σόιμπλε, ήταν εμφανώς απογοητευμένος που δεν του το ζήτησα. Είχα απόλυτη κατανόηση για τον θυμό του, ήμουν ωστόσο και απολύτως βέβαιη πως είχα λάβει τη σωστή απόφαση. Οι ειδικές καταστάσεις απαιτούσαν ειδικά μέτρα, και αυτή ήταν μία τέτοια κατάσταση. Όσον αφορά το περιεχόμενο, και οι δύο συμφώνησαν με τη διαπραγματευτική γραμμή.

Γύρω στις έξι το απόγευμα εκείνη την Κυριακή έγινε σαφές ότι ο πρωθυπουργός του CDU Γιούργκεν Ρούτγκερς είχε χάσει τις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, ένα σημαντικό πλήγμα τόσο για το CDU όσο και για το FDP, που συμμετείχαν από κοινού στη διακυβέρνηση του κρατιδίου. Τώρα, με αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα, χάσαμε και την πλειοψηφία μας στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Δεδομένη ήταν πλέον και η ματαίωση της αμφιλεγόμενης μεγάλης φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία αποτελούσε μέρος της συμφωνίας συνασπισμού τον Οκτώβριο του 2009. Όπως πάντα το βράδυ των εκλογών, συναντήθηκα με τους στενότερους συνεργάτες μου στον όγδοο όροφο της καγκελαρίας. Τον περισσότερο ωστόσο χρόνο μου τον πέρασα μιλώντας στο τηλέφωνο με τον Ντε Μεζιέρ – είτε δίπλα, στο δωματιάκι για το μακιγιάζ, είτε στο γραφείο μου στον έβδομο όροφο, ανεβοκατεβαίνοντας τις πίσω σκάλες.

Οι διαπραγματεύσεις με αντικείμενο το εύρος του πακέτου διάσωσης είχαν σύντομη διάρκεια. Τα πράγματα δυσκόλεψαν, όπως πάντα, όταν ήρθαν οι απαιτήσεις πρόσβασης στο πακέτο, η λεγόμενη αιρεσιμότητα. Ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας, των Κάτω Χωρών και της Φινλανδίας, ήθελαν να προσδιορίσουν επακριβώς τι έπρεπε να κάνουν οι δικαιούχοι χώρες προκειμένου να λάβουν τα χρήματα, ενώ άλλες δεν το θεωρούσαν ιδιαίτερα σημαντικό. Όπως και με το πρόγραμμα για την Ελλάδα, επρόκειτο πάλι για μέτρα λιτότητας και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στην αγορά εργασίας.

Μετά τα μεσάνυχτα μου τηλεφώνησε στο κινητό μου τηλέφωνο ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι και προσπάθησε να με πείσει να συμφωνήσω στον μετριασμό των όρων υπαγωγής στον μηχανισμό διάσωσης. Ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών δεν τα είχε καταφέρει με τον Ντε Μεζιέρ, εγώ παρέμεινα επίσης αμετακίνητη. Λίγο μετά το άνοιγμα του χρηματιστηρίου του Τόκιο στις δύο το μεσημέρι (δική μας ώρα), οριστικοποιήθηκε το πακέτο διάσωσης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα 440 δισ. θα προέρχονταν από διμερή δάνεια και εγγυήσεις των μελών της ευρωζώνης, με το μερίδιο της Γερμανίας να ανέρχεται σε 123 δισ. ευρώ. Για τον σκοπό αυτό θα δημιουργούνταν ένας οργανισμός ειδικού σκοπού, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), ο οποίος θα μπορούσε να χορηγεί δάνεια έκτακτης ανάγκης σε χώρες της ευρωζώνης υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η Επιτροπή θα διέθετε 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ΔΝΤ ήθελε να συμμετέχει με έως 250 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το επόμενο πρωί πραγματοποιήθηκαν συνεδριάσεις του προεδρείου και της ομοσπονδιακής επιτροπής του CDU στον Οίκο Αντενάουερ, όπως πάντα τη Δευτέρα μετά τις κρατικές εκλογές. Πριν ακόμη αρχίσει η συνεδρίαση, εξήγησα στον Τύπο, στην καγκελαρία, την απόφαση που πάρθηκε την προηγούμενη νύχτα στις Βρυξέλλες. Στις τρεις το μεσημέρι ενημέρωσα τους προέδρους των κομμάτων και των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Μπούντεσταγκ. Εννέα ημέρες αργότερα, στις 19 Μαΐου 2010, πραγματοποιήθηκε η πρώτη ανάγνωση του ΕΤΧΣ στην Μπούντεσταγκ.

Στη συνεδρίαση αυτή έκανα την ακόλουθη κυβερνητική δήλωση, τοποθετώντας την κατάσταση στο ιστορικό της πλαίσιο: «Η σημερινή κρίση του ευρώ είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία που έχει αντιμετωπίσει η Ευρώπη εδώ και δεκαετίες, και μάλιστα από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης το 1957». Στη συνέχεια περιέγραψα τη σημασία της απόφασής μας: «Η νομισματική ένωση είναι μια κοινότητα πεπρωμένων. Αυτά που διακυβεύονται κατά συνέπεια εδώ είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η διατήρηση και η προάσπιση της ευρωπαϊκής ιδέας, την οποία έχουμε ιστορικό καθήκον να διαφυλάξουμε. Διότι, αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει η Ευρώπη». Τέλος, αναφέρθηκα σε αυτό που ήταν νομικά αναγκαίο και πολιτικά ορθό να αποτραπεί: «Συγκεκριμένα, υπήρχε η απειλή της πορείας προς μια ένωση αμοιβαίου διαμοιρασμού στο πλαίσιο της οποίας θα υπήρχε άμεση και δεσμευτική ευθύνη όλων για αποφάσεις που με δική τους ευθύνη αναλαμβάνουν τα επιμέρους κράτη μέλη». Συνέχισα την επιχειρηματολογία μου λέγοντας τα εξής: «Το τίμημα για τη στάση μας ήταν να μας επικρίνουν για διστακτικότητα ή για βραδύτητα. Όμως, κυρίες και κύριοι, η γερμανική κυβέρνηση είναι ευτυχής να πληρώσει αυτό το τίμημα, αν στο τέλος ληφθούν οι σωστές αποφάσεις». Στη συνέχεια εξήγησα και αιτιολόγησα τις θεμελιώδεις αρχές επάνω στις οποίες βασίσαμε τις αποφάσεις μας και επισήμανα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις εντός της ευρωζώνης: δημοσιονομική εξυγίανση στα διάφορα κράτη-μέλη, μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δυνατότητες ομαλής κρατικής χρεοκοπίας, ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία, δυνατότητες εκκαθάρισης και αναδιάρθρωσης τραπεζών και φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Στις 21 Μαΐου 2010 η γερμανική Μπούντεσταγκ ενέκρινε τη νομοθετική δέσμη σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση και η Γερμανία υπέγραψε τη συμφωνία-πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις 7 Ιουνίου 2010, με ισχύ έως το τέλος του 2013. Τα δάνεια έκτακτης ανάγκης από το ΕΤΧΣ ήταν αναγκαία. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έκαναν χρήση, ενώ η Ισπανία έπρεπε να υποβάλει αίτηση για τη χρηματοδότηση των τραπεζών της το καλοκαίρι του 2012.

Το φθινόπωρο του 2011 η δανειοδοτική ικανότητα του ΕΤΧΣ αυξήθηκε, προκειμένου να είναι σε θέση να χορηγήσει τα προγραμματισμένα δάνεια ύψους 440 δισεκατομμυρίων ευρώ με την υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση. Και η Ελλάδα επωφελήθηκε από το ΕΤΧΣ και έλαβε ένα δεύτερο πρόγραμμα βοήθειας τον Δεκέμβριο του 2012.

Ο δρόμος προς τη συμφωνία για το πρόγραμμα αυτό ήταν στρωμένος με αγκάθια. Η Γερμανία είχε απαιτήσει τη συμμετοχή στο κόστος των ιδιωτών δανειστών της Ελλάδας μέσω ενός «κουρέματος» χρέους. Ο Σαρκοζί και ο Τρισέ φοβήθηκαν πως ένα τέτοιο βήμα θα κλόνιζε μόνιμα την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ευρωζώνη. Τελικά, συμφωνήσαμε σε ένα εθελοντικό «κούρεμα» εκ μέρους των πιστωτών· η σχετική συμφωνία υπεγράφη την άνοιξη του 2012.

Στο μεταξύ, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες στην εφαρμογή των υπεσχημένων μεταρρυθμίσεων στη χώρα του, αποφάσισε τον Οκτώβριο του 2011 να διενεργήσει δημοψήφισμα για το πακέτο λιτότητας – ένα σχέδιο που εγκατέλειψε γρήγορα: στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της G20 στις Κάννες της Γαλλίας, στις 3-4 Νοεμβρίου 2011, ο Μπαρόζο, ο Βαν Ρομπέι, ο Σαρκοζί κι εγώ του καταστήσαμε απολύτως σαφές ότι οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα του ήταν αναπόφευκτες. Πολύ σύντομα ο Παπανδρέου παραιτήθηκε, μια μεταβατική κυβέρνηση ανέλαβε τα ηνία της χώρας, ενώ στη συνέχεια, μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, ο Αντώνης Σαμαράς ανέλαβε το αξίωμα του πρωθυπουργού.

πηγή protothema

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ