Παρασκευή 29.03.2024

Κωστής Παλαμάς: Πώς η κηδεία του από μήνυμα πένθους, μετατράπηκε σε σάλπισμα ξεσηκωμού για την – υπό γερμανική κατοχή – Αθήνα

Ο Φεβρουάριος του 1943 είναι ένας δύσκολος μήνας για τον γερμανικό στρατό κατοχής της πρωτεύουσας.

Οι πληροφορίες περί επικείμενης πολιτικής επιστράτευσης, που θα μετατρέψει το εργατικό δυναμικό της χώρας σε δουλοπάροικους του Γ’ Ράιχ στη Γερμανία, προκαλούν συνεχείς δυναμικές κινητοποιήσεις φοιτητών, δημοσίων υπαλλήλων και τραπεζικών, που καταλήγουν σε σοβαρά επεισόδια, καταστροφή του γραφείου του κατοχικού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, στη Βουλή, πυρπόληση του υπουργείου Εργασίας, επίθεση σε Ιταλούς καραμπινιέρους, με τελικό απολογισμό τον θάνατο τριών διαδηλωτών και τον τραυματισμό δεκάδων. Πάνω απ’ όλα, οι διαδηλώσεις αυτές υπενθυμίζουν στον κατακτητή ότι είναι ανεπιθύμητος και ότι μετά την αρχική παγωμάρα του κόσμου υποβόσκει μια κοχλάζουσα δυναμική αντίδραση.

 Χαμηλωμένα βλέμματα, πυρωμένες καρδιές, ένα τελευταίο λουλούδι πάνω από τον τάφο του ποιητή.

Μέσα σε αυτό το φορτισμένο κλίμα, η είδηση του θανάτου του Κωστή Παλαμά, το έργο του οποίου συσπειρώνει τον Ελληνισμό έναντι των κατακτητών, μετατρέπεται από μήνυμα πένθους σε σάλπισμα ξεσηκωμού. Παρότι λίγες ημέρες πριν οι δυνάμεις κατοχής ανακοινώνουν ότι «πάσα συγκέντρωσις πολιτών θα διαλύεται διά των όπλων» και ο δωσίλογος πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, απαγορεύει, επί ποινή θανάτου, την προσέγγιση του γραφείου του από διαδηλωτές την ημέρα της κηδείας, ο κόσμος τούς υποχρεώνει όχι μόνο να πάρουν πίσω τις αποφάσεις, αλλά και να παρευρεθούν και οι ίδιοι στην κηδεία.

Το κλίμα εκείνης της ημέρας δίνεται από τον Αλέξη Πανσέληνο στο μυθιστόρημά του «Κουτσός Αγγελος»: «Αυτός ο κόσμος που λιμοκτονούσε και σερνόταν ως το γόνα στα αίματα, αυτό το κοπάδι τρομαγμένων ζώων που τα βράδια κρυβόταν, που ξεπρόβαλλαν το πρωί να βρουν να φάνε, αυτό το κουβάρι τα έντομα που σπασμωδικά τιναζόταν πότ’ εδώ και πότ’ εκεί, τα παράξενα πλάσματα με τις αλλόκοτες εμφανίσεις και τα σκισμένα ρούχα, τους σπάγκους και τα χαρτόνια, τα σακιά και τους τσίγκους, τι έγνοια είχαν για τον ξεχασμένο γεράκο με το ξερό πηγάδι στην αυλή του;

Το φέρετρο στους ώμους του Σικελιανού και φοιτητών.

Ενας ποιητής, για μένα, όπως και για κάθε άλλο άνθρωπο γεννημένο στην Αμερική, δεν ήταν παρά κάποιος που έγραφε ποιήματα – χρησιμοποιώντας γλώσσα που δυσκόλευε τον απλό άνθρωπο να καταλάβει. Εδώ φαίνεται πως ο ποιητής ήταν κάτι άλλο, πιο κοντινό στην καθημερινή ζωή».

Απόσπασμα πίνακα του Γεωργίου Ροϊλού, που απεικονίζει τον Κωστή Παλαμά με δύο συνοδοιπόρους του στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή, τους Γεώργιο Σουρή και Αριστομένη Προβελέγγιο.

Τι είναι όμως αυτό που φέρνει 5.000 εξαθλιωμένους Αθηναίους, το πρωινό της 28ης Φεβρουαρίου 1943, στο Α’ Νεκροταφείο; Ο Παλαμάς, άλλωστε, δεν είναι ο πρώτος άνθρωπος του πνεύματος που φεύγει την περίοδο της Κατοχής. Το 1941 πεθαίνει ο Ηλίας Βουτιερίδης, το 1942 οι Ρώμος Φιλύρας, Μιχαήλ Αργυρόπουλος και Αναστάσιος Δρίβας, το 1943 ο Μήτσος Παπανικολάου, έναν χρόνο μετά δολοφονείται ο Τέλλος Αγρας και αυτοκτονεί ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και, φυσικά, ας μην ξεχνάμε την εμβληματική αυτοκτονία της Πηνελόπης Δέλτα την ημέρα που υψώνεται η σβάστικα στην Ακρόπολη. Κανενός όμως εξ αυτών η κηδεία δεν γίνεται πράξη συλλογικής αντίστασης όπως αυτή του Παλαμά, κάτι που δείχνει πολλά για το ειδικό βάρος του εθνικού ποιητή στην ελληνική κοινωνία και για τη λαϊκή λαχτάρα για ελευθερία, που δεν μπορεί πλέον να χωρέσει μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού.

Οι Γερμανοί επιχειρούν να τιμήσουν τον ποιητή, αλλά γρήγορα καταλαβαίνουν ότι αυτήν την ημέρα δεν θα είναι εκείνοι οι πρωταγωνιστές. Σε όλη τη διάρκεια της κηδείας παραμένουν σε απόσταση από τα τεκταινόμενα, μουδιασμένοι και αμήχανοι και μόλις που προλαβαίνουν ν’ αφήσουν ένα στεφάνι πριν αποχωρήσουν βιαστικά αντιμετωπίζοντας την παγωμάρα του πλήθους. Οταν ο Γερμανός αξιωματικός καταθέτει το στεφάνι, η μεγάλη μας ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη, μην αντέχοντας τη βεβήλωση της τελετής, φωνάζει: «Σκατά»… Την ίδια αδιαφορία με τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές αντιμετωπίζει και ο κατοχικός πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος. Η ατμόσφαιρα μεγάλης συγκίνησης αναμιγνύεται με προσδοκία για ελευθερία και απέχθεια προς τους προσκυνημένους.

Εφημερίδα της εποχής δημοσιεύει την αναγγελία θανάτου.

Φυσικά, στον τελευταίο αποχαιρετισμό στον ποιητή βρίσκεται σύσσωμος ο πνευματικός κόσμος της χώρας: Αγγελος Τερζάκης, Σωτήρης Σκίπης, Ηλίας Βενέζης, Αγγελος Σικελιανός, Μαρίκα Κοτοπούλη, Πέτρος Χάρης κ.ά. Οσοι ζουν εκείνες τις στιγμές δεν ξεχνούν ποτέ τον αποχαιρετισμό του Αγγελου Σικελιανού προς τον μεγάλο ποιητή:

«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»

 Αυτή η Κυριακή της πάνδημης κηδείας που συναντιούνται ο επικήδειος του Αγγελου Σικελιανού και ο «Εθνικός Υμνος» του Διονυσίου Σολωμού αποτελεί κομβικό σημείο για τον βασανιζόμενο λαό της Αθήνας στη διάρκεια της Κατοχής. Οι Αθηναίοι συνειδητοποιούν τη δυναμική τους και το επόμενο διάστημα το βουβό ποτάμι της κηδείας εξελίσσεται σε νέες οργισμένες κινητοποιήσεις μέχρι την τελική αποχώρηση των κατακτητών από την πόλη έναν χρόνο μετά.

 Ο φοιτητής που κράτησε στους ώμους του το φέρετρο

 Συγκλονιστικότερη όλων, του τι γίνεται εκείνη τη θλιμμένη Κυριακή στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, είναι η περιγραφή του φοιτητή που κρατά στους ώμους του το φέρετρο του Παλαμά: «Με την αντάρα στα μάτια γυρίζει ο Σικελιανός σ’ εμάς. “Ελάτε δω εσείς οι νέοι, οι φοιτητές”, φωνάζει. “Σε σας ανήκει, εσείς να τον πάτε”. Τα χάνουμε για μία στιγμή. Μετά ριχνόμαστε στο φέρετρο, παραμερίζοντας ο ένας τον άλλο. Το σηκώνουμε. Προχωράμε. Φτάνουμε στον τάφο. Ο λάκκος ήταν ανοιγμένος. Βγάζω το στεφάνι από το κεφάλι μου και τ’ ακουμπώ στο φέρετρο. Τότε είδα πως από την άλλη μεριά αυτός που βαστούσε τον Παλαμά ήταν ο Σικελιανός. Ενας Γερμανός επίσημος, εκ μέρους του πληρεξούσιου για την Ελλάδα, άφησε το στεφάνι του φτύνοντας τον ποιητή με τα λόγια: “Το Τρίτο Ράιχ στον Κωστή Παλαμά. Χάιλ Χίτλερ”. Ο Σικελιανός γλιστράει. Πάει να πέσει. Δίνει μία με το χέρι του και ξεβρομίζει “κατά λάθος” το φέρετρο.

Ξυλογραφία του Σπύρου Βασιλείου με τίτλο: «Η ταφή του Παλαμά».

Κατεβάζουν το φέρετρο. Ο λαός γονατίζει. Ο Σικελιανός ρίχνει μία φούχτα χώμα. Η Κοτοπούλη άλλη μία. Εγώ επίσης. Γύρω στις άκριες, γραμμές ολόκληρες από καραμπινιέρους και Γερμανούς παραφυλάνε. Μία φοιτήτρια κι ένας γέροντας λιποθυμούν. Να ’ναι απ’ τη συγκίνηση; Ή απ’ την πείνα; Θυμήθηκα τους στίχους του Παλαμά: “Η μεγαλοσύνη στα έθνη δε μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα”. Δεν ξέρω αν ο κ. Αλτεμπουργκ είχε υπόψη του αυτούς τους στίχους. Εμείς, πάντως, το πεινασμένο και σκλάβο έθνος είχαμε κάτι άλλο να του πούμε: τον Εθνικό μας Υμνο. Τον αρχίζει πρώτος ο Γεώργιος Κατσίμπαλης και σε λίγο τον παίρνει το ξελευτερωμένο πλήθος και τον σκορπάει στους ανέμους. Αντιβουίζει ο τόπος λευτεριά. Και τρέμουν οι άσπροι σταυροί… Η κηδεία γίνεται Ανάσταση και Καθαρή Δευτέρα…».

 

Πηγή άρθρου και φωτογραφίας: eleftherostypos.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ