Αυτές τις μέρες οι δηλώσεις των ηγετών της Δύσης για την Ουκρανία έχουν ένα παρόμοιο μοτίβο: Οι Ουκρανοί δεν πολεμούν μόνο για τον εαυτό τους, η έκβαση του πολέμου κατά των Ρώσων θα κρίνει και το μέλλον της Ευρώπης. Πρόκειται για μια κοσμοϊστορική σύγκρουση, λέει το αφήγημα. Και στην σύγκρουση αυτή το καλό και το κακό έρχονται αντιμέτωπα.

Η Δύση βάζει όλα τα αυγά της σε ένα καλάθι: Η Ουκρανία πρέπει να κερδίσει, ή να το θέσουμε αλλιώς: H Ουκρανία δεν πρέπει να χάσει. Γιατί οι ηγεμονικές φιλοδοξίες της Ρωσίας του Πούτιν δεν σταματούν στα σύνορα της Ουκρανίας. Αυτό το κατέστησε σαφές ο Ρώσος δικτάτορας με λόγια και πράξεις.

Παρά την αντιληπτή απειλή για την Ευρώπη, οι αντιδράσεις της Δύσης σε ό,τι αφορά τα τεκταινόμενα στα πεδία των μαχών παραμένουν ημιτελείς. Η υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία τελειώνει εκεί όπου αρχίζει ο κίνδυνος κλιμάκωσης σε μια παγκόσμια πυρκαγιά. Παρά τις διαφωνίες σε επί μέρους ζητήματα τακτικής, οι κυβερνήσεις της Δύσης είναι ενωμένες σε ένα σημείο: Η Ουκρανία δεν πρέπει να γίνει η «σπίθα» του Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου.

Η γερμανική κυβέρνηση διατυπώνει αυτή τη στρατηγική αρχή με ιδιαίτερη έμφαση. Για την στάση του αυτή, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς δέχεται σφοδρές επικρίσεις, τελευταία και από τις τάξεις των εταίρων του στον κυβερνητικό συνασπισμό – από τα κόμματα των Φιλελευθέρων και των Πρασίνων.

Για να κατανοήσουμε την επιφυλακτικότητα της γερμανικής κυβέρνησης που εκδηλώνεται κυρίως στο θέμα προμήθειας βαρεών όπλων, μια αναφορά στην ιστορία είναι χρήσιμη. Χωρίς την καταστροφή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε από γερμανικό έδαφος και έφερε μοναδικά μαρτύρια στην ανθρωπότητα, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η σημερινή πολιτική του Όλαφ Σολτς και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Η λεγόμενη Ostpolitik, η συστηματική προσπάθεια να εξασφαλιστεί η ειρήνη και η ελευθερία στην ανατολική Ευρώπη μέσω της συνεργασίας και του διαλόγου, είναι αποτέλεσμα των χειρότερων γεγονότων της γερμανικής ιστορίας.

Στις σημερινές συζητήσεις ξεχνάμε μερικές φορές ότι ήταν η Ostpolitik των σοσιαλδημοκρατών ηγετών Willy Brandt και Helmut Schmidt που οδήγησε στο ότι πολλές χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι σήμερα δημοκρατίες και ότι ο κομμουνισμός έλαβε τέλος. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος αυτής της στρατηγικής της “συνεργασίας με τον εχθρό” γιορτάστηκε από τους ίδιους τους Γερμανούς με τη μορφή της ειρηνικής -και θριαμβευτικής- επανένωσης το 1990. Η Σοβιετική Ένωση εκείνης της εποχής δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σημερινή Ρωσία του Πούτιν, η οποία δείχνει ανοιχτά ότι θέλει να μετακινήσει τα σύνορα -και με τη βία, αν χρειαστεί.

Στη Γερμανία διεξάγεται αυτές τις μέρες μια σημαντική δημόσια συζήτηση σχετικά με τις σχέσεις της χώρας με τη Ρωσία. Πρόκειται για μια δημόσια συζήτηση χωρίς ταμπού, η οποία οδήγησε ακόμη και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παραδεχτεί ότι η υπερβολικά φιλική στάση του απέναντι στον μεγάλο γείτονα στα ανατολικά ήταν λάθος.

Όσο μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, η σκληρή απομόνωση του Πούτιν από τη Δύση είναι αδύνατον να αλλάξει. Όσο πιο βίαιες είναι οι επιθέσεις του, τόσο πιο έντονη είναι η δαιμονοποίηση του Ρώσου προέδρου. Αυτή δεν αφορά μόνο τον πολεμοκάπηλο Πούτιν αλλά τη Ρωσία στο σύνολό της. Η συλλογική αυτή καταδίκη δεν είναι αβάσιμη. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι περίπου το 80% των Ρώσων υποστηρίζει τον πρόεδρο. Ο αριθμός αυτός αποδεικνύει την τρομερή δύναμη της προπαγάνδας.

«Οι συγκρίσεις είναι κουτσές», όπως λέμε στα Γερμανικά. Παρ’ όλα αυτά προβαίνω με κάθε επιφύλαξη σε μία ιστορική σύγκριση: Στο νου μου έρχεται η Γερμανία μετά τη χιτλερική βαρβαρότητα. Η νομική και πολιτική «επεξεργασία» των εγκλημάτων της ναζιστικής θηριωδίας διήρκεσε αρκετά χρόνια. Συνοδεύτηκε από μια μεγάλης κλίμακας αναμόρφωση των μαζών, ένα πρόγραμμα «επανεκπαίδευσης» (re-education). Μόνο κατόπιν η Γερμανία -ή ορθότερα το δυτικό τμήμα της- έγινε δεκτή στη διεθνή κοινότητα. Μπορεί η νεκρανάσταση της Γερμανίας από τις στάχτες της, με τη βοήθεια της Δύσης, να αποτελέσει πρότυπο για το μέλλον της Ρωσίας μετά τον Πούτιν;

Δεν ξέρω. Αλλά μια μέρα θα πρέπει να ξαναμιλήσουμε ο ένας στον άλλον. Μια μέρα, η Ευρώπη θα πρέπει να είναι έτοιμη να προσεγγίσει ξανά τη Ρωσία και τους Ρώσους. Ούτε σήμερα, ούτε αύριο. Αλλά κάποια στιγμή.

Προς το παρόν, το ζητούμενο είναι να τερματιστεί η εξάρτηση από την Ρωσία του Πούτιν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Σε μια παρένθεση, οι πολιτικοί ηγέτες τονίζουν ότι η Δύση πρέπει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στις δημοκρατικές αξίες και δεν πρέπει να εξαρτάται από αυταρχικά καθεστώτα όπως στο παρελθόν. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο που ζούμε, η απομάκρυνση από τη Ρωσία επιβάλλει τη στροφή προς άλλα αντιφιλελεύθερα καθεστώτα. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα σαφές στην ενεργειακή πολιτική.

Το μεγάλο ερώτημα του μέλλοντος θα είναι σε ποιον μπορούμε να βασιστούμε; Πώς θα αντιμετωπίσουμε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος ή η Τουρκία, για να αναφέρουμε μόνο μερικές. Εάν η Ευρώπη λάβει σοβαρά υπόψη της την τρέχουσα ρητορική της, δεν πρέπει να υπάρξει “business as usual” με τις χώρες αυτές.

Πηγή: cnn.gr