Η αλήθεια είναι ότι πολλοί από εμάς νιώθουμε ενόχληση από το δυνατό ήχο σε χώρους όπου παίζεται μουσική, ή ακόμη και από τα ακουστικά του διπλανού μας στο λεωφορείο, ή το μετρό.
Ξέρουμε σε γενικές γραμμές ότι ο υπερβολικός θόρυβος είναι κάτι πολύ κακό για την ακοή μας, αλλά συνήθως τον συνδέουμε με τους χώρους εργασίας και τη βιομηχανική παραγωγή. Δεν είναι ακριβώς έτσι, όμως.
Οι συγγραφείς της έρευνας εκτιμούν ότι 1,35 δισεκατομμύρια νέοι παγκοσμίως κινδυνεύουν να χάσουν την ακοή τους.
Στην έρευνα συμπεριέλαβαν 33 σχετικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν μεταξύ 2000 και 2021, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 19.000 άτομα, ηλικίας 12-34 ετών.
Ως «μη ασφαλής ακρόαση» προσδιορίστηκε η ακρόαση σε επίπεδα άνω των 80 ντεσιμπέλ για περισσότερες από 40 ώρες την εβδομάδα. Πολλές χώρες στον κόσμο για τέτοια επίπεδα θορύβου σε χώρους εργασίας απαιτούν τη χρήση προστατευτικών ακουστικών. Στη μουσική, όμως, είναι τα ίδια τα ακουστικά που φέρνουν το θόρυβο.
Σε αναγωγή στον παγκόσμιο πληθυσμό, αυτό μεταφράζεται σε έως και 1,35 δισεκατομμύρια νέους.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι πάνω από 430 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως έχουν ήδη απώλεια ακοής σε επίπεδο αναπηρίας και το νούμερο θα μπορούσε να τριπλασιαστεί πολύ σύντομα εάν δεν δοθεί προτεραιότητα στην πρόληψη. Το 2015, ο ΠΟΥ ξεκίνησε την πρωτοβουλία Make listening Safe για να ενθαρρύνει τους νέους να προστατεύσουν την ακοή τους.
Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα με τη δυνατή μουσική; Όπως η ηλιοφάνεια κάνει καλό, αλλά η υπερβολική έκθεση στον ήλιο μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη μουσική.
Ο δυνατός θόρυβος, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής, μπορεί να καταστρέψει τις μεμβράνες του κοχλία στο εσωτερικό του αυτιού. Σταδιακά η ακοή χάνεται. Η έρευνα δείχνει ότι η απώλεια ακοής είναι συνέπεια του συνδυασμού ήχων που είναι πολύ δυνατοί (και δεν χρειάζεται να είναι επώδυνοι στο αυτί για να προκληθεί βλάβη στην ακοή), της ακρόασης δυνατού ήχου για πολύ καιρό και του πόσο συχνά εκτίθεται κάποιος σε δυνατούς ήχους. Η βλάβη της ακοής είναι σωρευτική με την πάροδο του χρόνου.
Ένας καλός «κανόνας του αυτιού» είναι ότι εάν ακούτε κουδούνισμα στα αυτιά σας κατά τη διάρκεια ή μετά την ακρόαση, κινδυνεύετε να βλάψετε την ακοή σας. Αυτός ο τύπος απώλειας ακοής είναι μόνιμος και μπορεί να απαιτεί στην εξέλιξή του χρήση ακουστικών βαρηκοΐας ή κοχλιακά εμφυτεύματα.
Οπότε, δεν πρέπει να ακούμε καθόλου δυνατή μουσική; Τι μπορούμε να κάνουμε για να μην να πετάξουμε τα ακουστικά μας και να μην αποφύγουμε τελείως τα κλαμπ και τη ζωντανή μουσική; Πρώτον, όπως και με τον ήλιο και το δέρμα, πρέπει να έχουμε επίγνωση των κινδύνων για την ακοή μας και να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα για να τα προστατευτούμε.
Πρέπει να γνωρίζουμε πόσο δυνατός είναι ο ήχος γύρω μας και πώς να διατηρήσουμε την έκθεσή μας σε ασφαλή επίπεδα. Μπορούμε να το κάνουμε αυτό χρησιμοποιώντας ειδικές ωτοασπίδες σε κλαμπ, ή μειώνοντας τη συχνότητα επίσκεψης θορυβώδεις μουσικούς χώρους και τη διάρκεια παραμονής μας σε αυτούς.
Υπάρχουν πλέον και διαδυκτυακοί ηχομετρητές που μάς λένε πόσο δυνατός είναι ο θόρυβος στο περιβάλλον μας. Και για τους συναυλιακούς χώρους και τα κλάμπ, όμως, υπάρχουν σχετικές μελέτες προκειμένου να συνεχίσουν να παίζουν δυνατά μουσική, χωρίς να «κουφαίνουν» κυριολεκτικά τους θαμώνες τους. Για παράδειγμα, να τοποθετούν τα ηχεία πάνω από το ύψος του κεφαλιού των ανθρώπων, ή να εναλλάσσουν την πολύ δυνατή μουσική με πιο χαμηλή. Ή η δημιουργία χώρων με ηχομόνωση, για να ξαποσταίνουν τ’ αυτιά μας.
Δεν είπε κανείς να σταματήσουμε να ακουμε μουσική, ακόμη και πολύ δυνατά. Προϋπόθεση, όμως, για να συνεχίσουμε να ακούμε μουσική, είναι να έχουμε ακοή γενικότερα…
Πηγή: cnn.gr