Τρίτη 03.12.2024

Γιατί, ενώ οι «αριθμοί ευημερούν», οι Έλληνες πιστεύουν ότι είναι φτωχοί;

Γρηγόρης Τζιοβάρας

Είναι, δίχως αμφιβολία, άκρως ενδιαφέροντα τα στοιχεία για τη φτώχεια τα οποία έφερε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Eurostat και κυρίως η εντυπωσιακή απόκλιση ανάμεσα στον επίσημο δείκτη για τον κίνδυνο φτώχειας που απειλεί τους Ευρωπαίους πολίτες και στην αίσθηση της φτώχειας που δηλώνουν ότι νοιώθουν οι συμπατριώτες μας

Κατά μέσο όρο, λοιπόν, το πραγματικό ποσοστό των ανθρώπων που θεωρούνται φτωχοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, σύμφωνα με την Eurostat, 22,5%. Ενώ οι Ευρωπαίοι πολίτες που δηλώνουν ότι οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι φτωχοί φθάνουν στο 24,8%. Η απόκλιση ανάμεσα στα δύο δεδομένα είναι πολύ μικρή και αυτός είναι ένας κανόνας που ισχύει στην πλειονότητα των χωρών, σε ορισμένες από τις οποίες, μάλιστα, η αίσθηση φτώχειας είναι μικρότερη από εκείνη που αναγνωρίζεται από τους επίσημους δείκτες.
Παραδόξως, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δεδομένα τα οποία αφορούν τη δική μας χώρα. Με βάση τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, το επίσημο ποσοστό φτώχειας των Ελλήνων υπολογίζεται ότι είναι στο 18,9% και στη σχετική κατάταξη καταλαμβάνουμε την όγδοη θέση πριν από το τέλος.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, όταν ερωτώνται οι ίδιοι οι Έλληνες, το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι αισθάνονται φτωχοί ή ότι απειλούνται από τη φτώχεια, εκτινάσσεται στο ανυπέρβλητο 67,1%. Ένα ποσοστό το οποίο μας εμφανίζει να είμαστε ο λαός που αισθανόμαστε ότι είμαστε φτωχοί πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην Ευρώπη.

Με απλά λόγια, ενώ φτωχός θεωρείται επισήμως μόνον ένας στους πέντε Έλληνες, στην πραγματικότητα δύο στους τρεις συμπατριώτες μας πιστεύουν ότι είναι φτωχοί ή ότι κινδυνεύουν από τη φτώχεια.

Είναι πολλά τα ερωτήματα που ανακύπτουν εξαιτίας αυτής της κολοσσιαίας απόκλισης που εμφανίζουν τα στοιχεία που αφορούν τη χώρα μας. Ποια είναι η αλήθεια σε αυτά τα ευρήματα και που εμφιλοχωρεί η υπερβολή; Είναι σωστά τα στοιχεία που συλλέγει και παρουσιάζει η Eurostat ή οι Έλληνες δίνουν ψευδείς απαντήσεις επειδή ενδεχομένως έχουν λανθασμένες εντυπώσεις; Αρεσκόμεθα, άραγε, ως λαός στη γκρίνια και στη «θυματοποίηση»; Ή μήπως έχουμε «εκπαιδευτεί», ειδικά την τελευταία δεκαπενταετία, στην αμφισβήτηση των δεδομένων που παρουσιάζονται από τους επίσημους θεσμούς;

Ο πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, καθηγητής κ. Μιχάλης Αργυρού, αρθρογραφώντας στο «protothema.gr» παρέθεσε δύο λόγους οι οποίοι κατά την άποψή του εξηγούν το φαινόμενο της απόκλισης. Ο πρώτος ήταν ότι «στην Ελλάδα το επίπεδο οικονομικής γνώσης στο γενικό πληθυσμό είναι πολύ χαμηλό». Και ο δεύτερος ότι «η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και των πολιτών της είναι πολύ καλύτερη αυτής που πιστεύει ο μέσος Έλληνας».

Κατά τον οικονομολόγο καθηγητή, «η πραγματικότητα είναι ότι τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά η απασχόληση, οι πραγματικοί μισθοί, η κατανάλωση, οι ιδιωτικές καταθέσεις και έχουν μειωθεί τα ιδιωτικά χρέη». Ως τούτου, ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα όπου 70% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας».

Αναμφίβολα το επίπεδο της οικονομικής γνώσης στη χώρα μας είναι όντως χαμηλό. Το διαπιστώνουμε καθημερινά και με πολλές αφορμές. Παρά ταύτα, όμως, δύσκολα μπορεί να επιχειρηματολογήσει κανείς πειστικά ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη οι άνθρωποι γεννιούνται ή γίνονται εξπέρ στα οικονομικά ώστε να δικαιολογείται αυτή η τεράστια απόκλιση. Τα παγκόσμια στατιστικά για τον οικονομικό αναλφαβητισμό δεν μαρτυρούν κάτι τέτοιο.

Από την άλλη, η Ελλάδα πράγματι δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα στην οποία οι επτά στους δέκα πολίτες της μπορεί να λογίζεται ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας. Πλην, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι τόσοι και ίσως ακόμη περισσότεροι Έλληνες πολίτες είναι σήμερα φτωχότεροι από όσο ήταν πριν από 15 χρόνια.

Μπορεί, όπως υποστηρίζει ο κ. Αργυρού, αλλά και άλλοι από τις τάξεις των ιθυνόντων της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής και των δημοσιολογούντων, τα τελευταία χρόνια να βελτιώθηκαν αρκετοί από τους μακροοικονομικούς δείκτες (το ΑΕΠ της χώρας, η απασχόληση, οι καταθέσεις, το κατά κεφαλήν χρέος, κ.ά.), αλλά δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι η αγοραστική δύναμη που διαθέτει το 2024 η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων υπολείπεται σημαντικά από την αντίστοιχη του 2009.

Για να αποκτήσω προσωπική άποψη, ζήτησα από μια γνωστή μου, η οποία είναι τα τελευταία 15 χρόνια διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε υπηρεσία του Δημοσίου, να μου δείξει το εκκαθαριστικό σημείωμα των μηνιαίων αποδοχών της. Ούσα τρίτεκνη μητέρα, επικεφαλής μονογονεϊκής οικογένειας, η αμοιβή της ανέρχεται στα 856,27 ευρώ το μήνα, ποσό που σημαίνει ότι το συνολικό ετήσιο εισόδημα της οικογένειάς της μόλις και μετά βίας ξεπερνά τις 10.000 ευρώ.

Είναι απορίας άξιον αν, σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat, κατατάσσεται στους φτωχούς η συγκεκριμένη γυναίκα, η οποία καλείται με αυτό το πενιχρό εισόδημα να καλύψει ανάγκες στέγασης, σίτισης, ένδυσης, ψυχαγωγίας και διασκέδασης, αλλά και υποστήριξης των σπουδών των τέκνων της. Αν ληφθούν υπόψιν οι μνημονιακές περικοπές του 13ου και 14ου μισθού, αλλά και οι ασύμμετρες πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών, η αγοραστική δύναμη που είχε όταν πρωτοδιορίστηκε στο Δημόσιο έχει υποστεί τεράστια κάμψη και δεν συγκρίνεται με τη σημερινή.

Όπως και να έχει, η περίπτωσή της δεν είναι εξαιρετική. Διότι, κακά τα ψέματα, στην ίδια κατηγορία ανήκουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στο Δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο μπορεί να ισχύουν ακόμη οι 14 μισθοί, αλλά οι περικοπές δεν έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια, όπως και οι αυξήσεις στις άμεσες και στις -περισσότερο άδικες- έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις.

Οπότε το ερώτημα το οποίο ευλόγως ανακύπτει είναι αν όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι, όπως και η συντριπτική πλειονότητα από τους συνολικά 2,5 εκατ. συνταξιούχους των οποίων η σύνταξη δεν ξεπερνά τα 700 ευρώ, «δικαιούνται» να αισθάνονται φτωχοί ή πρέπει να «συμβιβαστούν» με την εκτίμηση ότι διαθέτουν «χαμηλό επίπεδο οικονομικής γνώσης». Και, άρα, δεν μπορούν να… αντιληφθούν ότι οι «αριθμοί ευημερούν, παρόλο που οι άνθρωποι υποφέρουν», όπως εύστοχα είχε πριν σχολιάσει πριν από πολλές δεκαετίες ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Ανεξαρτήτως, άλλωστε, του ποιος από τους μνημονιακούς πρωθυπουργούς ήταν περισσότερο αγαπητός στην Άνγκελα Μέρκελ, η ουσία είναι ότι θα μας πάρει ακόμη πολύ χρόνο για να κατακτήσουμε εκ νέου το επίπεδο της ευημερίας που είχαμε πριν από τα Μνημόνια.

πηγή protothema

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ