Μπροστά σε ιστορικές αποφάσεις, για το μέλλον της γερμανικής οικονομίας, θα βρεθεί η νέα κυβέρνηση, που θα προκύψει από τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, και ήδη οι ειδικοί προειδοποιούν ότι τα μέτρα που θα ληφθούν, θα πρέπει να είναι πολύ τολμηρά, αν ο «ασθενής της Ευρώπης» επιθυμεί πραγματικά να αναρρώσει. Θα… σπάσει το πουγκί η Γερμανία, όπως την προέτρεψε πέρσι το καλοκαίρι το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy, για να βρει τα 600 δισ. ευρώ που, σύμφωνα με την ING, χρειάζεται; Ή θα επιμείνει στο φρένο χρέους, τον κανόνα που, όπως πολύ εύστοχα ανέφερε η Deutsche Welle, αντικατοπτρίζει την «αγάπη της Γερμανίας για τη λιτότητα»;
Το φρένο χρέους (Schuldenbremse) ή ο λεγόμενος κανόνας του black zero, που προβλέπει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, είναι ίσως ο σημαντικότερος από τους λόγους που οδήγησαν στη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών, των Φιλελεύθερων και των Πράσινων.
Τι είναι και πώς ξεκίνησε ο κανόνας της λιτότητας: Κάθε κυβέρνηση της Γερμανίας δεσμεύεται να διατηρεί το δημοσιονομικό έλλειμμα χαμηλότερα από το 0,35% του ΑΕΠ, έτσι ώστε η χώρα να μην κινδυνεύει να αντιμετωπίσει προβλήματα παρόμοια με τις υπερχρεωμένες χώρες-μέλη. Το «Schuldenbremse» αποτέλεσε ένα μέτρο-απάντηση στην κρίση του 2008. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν ο εμπνευστής του και ο πολιτικός που συνδέθηκε με τη λιτότητα (ίσως θυμάστε τη φωτογραφία του Σόιμπλε με τους συνεργάτες του από το ΥΠΟΙΚ, όταν αποχωρούσε για την Bundestag, με ένα τεράστιο μαύρο μηδενικό στο φόντο).
Συμφωνήθηκε το 2009, όταν το δημόσιο χρέος της Γερμανίας βρισκόταν στο 70% του ΑΕΠ και τέθηκε σε εφαρμογή το 2010, όταν είχε αυξηθεί στο 80% του ΑΕΠ. Βέβαια, και πάλι ήταν πολύ χαμηλότερο από τα επίπεδα ύψιστου κινδύνου, όμως, οι Γερμανοί ήθελαν να είναι προετοιμασμένοι για τα χειρότερα. Στόχος ήταν να συνδεθεί η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους με το σύνταγμα της χώρας, έτσι ώστε να μην μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να εφαρμόσει ανεύθυνες πολιτικές που θα εκτινάξουν το χρέος.
Το πιο πρόσφατο επεισόδιο, που έκανε ακόμη πιο γνωστό το φρένο χρέους, σημειώθηκε τον Νοέμβριο του 2023, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας έκρινε παράνομο τον προϋπολογισμό του 2024, διότι η κυβέρνηση είχε προγραμματίσει να χρησιμοποιήσει για την πράσινη μετάβαση, αδιάθετους πόρους που είχε δανειστεί η Γερμανία στην πανδημία.
Για να αλλάξει η διάταξη, που προβλέπει μηδενικά ελλείμματα, χρειάζονται τα δύο-τρίτα του κοινοβουλίου. Από το 2020, μάλιστα, ο κανόνας περιορίζει και τις περιφερειακές κυβερνήσεις να τρέχουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Υπενθυμίζεται ότι οι ανανεωμένοι δημοσιονομικοί κανόνες δεν θέτουν συγκεκριμένους περιορισμούς στα ελλείμματα, για τις χώρες που έχουν χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Όπως σε όλους τους κανόνες υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Επειδή, όμως, μιλάμε για τη Γερμανία, οι εξαιρέσεις είναι υπό αυστηρές προϋποθέσεις και δεν μπορούν να αλλάξουν ανάλογα με τις ανάγκες κάθε κυβέρνησης. Γι’ αυτό είχαμε και την τρύπα των 60 δισ. ευρώ στον Προϋπολογισμό του 2024, όπως προαναφέρθηκε.
Με όλα τα παραπάνω, θα νομίζει κανείς ότι η γερμανική οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Το δημόσιο χρέος έχει σταθεροποιηθεί λίγο πάνω από το 60% του ΑΕΠ, όταν της Γαλλίας αγγίζει το 115%, της Ιταλίας το 140% και της Ελλάδας το 164%. Όμως, η Γερμανία έχει να αντιμετωπίσει άλλα σοβαρά προβλήματα, όπως η παρατεταμένη ύφεση, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα σημαντικών της βιομηχανιών, όπως των αυτοκινητοβιομηχανιών, πιο μακροπρόθεσμα, η γήρανση του πληθυσμού, αλλά και οι προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης. Μπορεί η βιωσιμότητα του χρέους να μην απειλείται, αλλά η οικονομία της γερνάει και χρειάζεται ανανέωση. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν μπορεί να επέλθει ανανέωση, χωρίς να αλλάξει το «φρένο χρέους».
Η κατάρρευση της κυβέρνησης δείχνει ότι μάλλον κάτι πρέπει να αλλάξει. Η οικονομία θα είναι το νούμερο ένα ζήτημα των εκλογών και θα κριθούν φυσικά οι διαφορετικές πεποιθήσεις για το πώς μπορεί να βγει από το τέλμα η γερμανική οικονομία. Πού θα βρεθούν τα κονδύλια που χρειάζονται για να υποστηριχθεί η ανάκαμψη και τι κίνητρα θα δοθούν για να κινητοποιηθούν επενδυτικά κεφάλαια;
Όπως σημειώνει η ING, κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η Γερμανία μπορούσε να τηρεί τον κανόνα του black zero, λόγω των χαμηλών πληρωμών τόκων και των μειωμένων επενδύσεων. Αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν να μείνει πίσω σε νευραλγικούς τομείς, όπως οι υποδομές, η ψηφιοποίηση και η παιδεία. Σήμερα, το επενδυτικό κενό τοποθετείται στα 600 δισ. ευρώ ή περίπου 15% του ΑΕΠ, τονίζει η ING. Σε αυτά, θα πρέπει να προσθέσουμε 30 δισ. ευρώ ετησίως, που χρειάζονται για να φτάσουν οι αμυντικές δαπάνες στον στόχο του 2% του ΑΕΠ. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τα χρήματα αυτά δεν μπορούν να βρεθούν από περικοπές, πόσω μάλλον τώρα, που η Γερμανία διανύει ήδη τον δεύτερο χρόνο ύφεσης.
Θα πρέπει λοιπόν, να ανοίξουν τα ταμεία και να αυξηθεί το χρέος. Και όπως πολύ σωστά σημειώνει η ING, τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης θα συμβάλλουν και στη βελτίωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, αφού θα αυξήσουν την ανάπτυξη, που είναι ο παρανομαστής. Ένας παρανομαστής που οι Γερμανοί πολλές φορές εσκεμμένα παραβλέπουν, όταν συζητούν για το χρέος…