Τέτοιου τύπου φορολόγηση χρησιμοποιείται ήδη σε άλλες χώρες με τα αποτελέσματα να αποτιμώνται ως θετικά. «Το κόστος από το κάπνισμα και τους διατροφικούς κινδύνους στην Ελλάδα είναι υψηλό. Το κάπνισμα συνέβαλε στο 22% των θανάτων το 2019, σε σύγκριση με το 17% στην ΕΕ κατά μέσο όρο. Η επικράτηση του καπνίσματος μεταξύ των 15χρονων είναι πλέον στο επίπεδο του μέσου όρου της ΕΕ, αλλά το κάπνισμα στους ενήλικες παραμένει υψηλό σε διεθνή σύγκριση. Αντίθετα, οι διατροφικοί κίνδυνοι συμβάλλουν λιγότερο στους θανάτους από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά η παχυσαρκία στους νέους αυξήθηκε από το 22% το 2018 στο 28% το 2022 και αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα υγείας», ανέφερε στην επιχειρηματολογία του ο ΟΟΣΑ.
Ελληνική μελέτη που διεξήχθη πρόσφατα είναι σε πλήρη εναρμόνιση με την πρόταση του ΟΟΣΑ, καθώς δείχνει το όφελος από την επιβολή «φόρων αμαρτίας» στη χώρα μας. Πιο συγκεκριμένα, έρευνα που πραγματοποίησε ο Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, Κώστας Αθανασάκης, σε συνεργασία με τον Επίκουρο Καθηγητή Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics, Ηλία Κυριόπουλο, και τους οικονομολόγους Παναγή Παναγιωτόπουλο και Παναγιώτα Ναούμ, εκτίμησε ότι η εισαγωγή ενός «φόρου αμαρτίας» της τάξης του 20% επί της αρχικής λιανικής τιμής πώλησης ανθυγιεινών προϊόντων (τσιγάρα, οινοπνευματώδη ποτά, αναψυκτικά με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη) έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα του ελληνικού δημοσίου κατά 570 εκ. ευρώ, μειώνοντας ταυτόχρονα την κατανάλωση.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μη μεταδιδόμενες ασθένειες αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου. Ειδικότερα, ευθύνονται για περισσότερους από 41 εκατομμύρια θανάτους ετησίως και αντιπροσωπεύουν το 70% όλων των θανάτων, με τρεις στους τέσσερις θανάτους να αποδίδονται σε καρδιαγγειακές παθήσεις, καρκίνο, αναπνευστικές παθήσεις και διαβήτη, ενώ, τα νούμερα αυτά αναμένεται να ακολουθήσουν αυξητική τάση στο μέλλον.
Προϋποθέσεις ειδικής φορολόγησης
Το κρίσιμο σημείο στην επιβολή αυτού του τύπου φορολογίας, σύμφωνα με τους Καθηγητές, είναι το αποτέλεσμα του φόρου να κατευθύνεται στο σύστημα υγείας. Ουσιαστικά, δηλαδή, να είναι ένας «φόρος υπέρ υγείας». Το ύψος των φόρων υγείας θα ήταν ικανό να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των ασφαλιστικών δαπανών για την αντιμετώπιση του καρκίνου, αποτελώντας συνεπώς ένα ισχυρό οικονομικό «μαξιλάρι» για τα ασφαλιστικά ταμεία και το υποχρηματοδοτούμενο σύστημα Υγείας.
Με βάση τα παραπάνω, οι Έλληνες συντάκτες της μελέτης, συμπεραίνουν πως η ειδική φορολόγηση επιβλαβών προϊόντων με αποδεδειγμένες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του γενικού πληθυσμού (φόροι «υγείας» , ή αλλιώς φόροι Pigou) δύνανται, υπό συνθήκες να λειτουργήσουν τόσο ως εργαλείο δημόσιας υγείας για τη μείωση των βλαπτικών αυτών συμπεριφορών, όσο και μια εναλλακτική λύση στην προσπάθεια εύρεσης πόρων, με σκοπό την αποσυμφόρηση του συστήματος υγείας.
Δεύτερη προϋπόθεση για την επιτυχή εφαρμογή μιας τέτοιας στρατηγικής, σύμφωνα με τους Έλληνες Καθηγητές, είναι οι επιδοτήσεις των υγιεινών συμπεριφορών που θα πρέπει να συνοδεύουν τους «φόρους αμαρτίας». Η μελέτη, μάλιστα, περιλαμβάνει ένα παράδειγμα – πρόταση: Επιστροφή του 13% της δαπάνης για φρούτα και λαχανικά στα νοικοκυριά, μέσω κατάθεσης της σχετικής απόδειξης αγοράς σε ειδική πλατφόρμα.
Πρακτικές σαν αυτή που πρότεινε ο ΟΟΣΑ για την Ελλάδα έχουν υιοθετηθεί ήδη σε αρκετές χώρες. Όπως προκύπτει από δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), από το 2017 τουλάχιστον 133 χώρες εισήγαγαν φόρους υγείας. Για παράδειγμα, στη Γαλλία το 2018 επιβλήθηκε φόρος στα αναψυκτικά. Επίσης, αντίστοιχες συζητήσεις διεξάγονται και στη Βρετανία.
πηγή ygeiamou.gr